Είναι μεγάλο το σοκ όταν έρχεσαι στην Ελλάδα από μια χώρα όπως η Κύπρος όπου η αστυνομία, οργανωμένη - όπως και ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός - στα βρετανικά πρότυπα λειτουργεί επαγγελματικά, έχοντας μια ουδέτερη, αχρωμάτιστη από πολιτικές ή παραπολιτικές συνιστώσες, σχέση με τον πολίτη.
Όπως σε άλλες, πιο τυχερές στη νεότερη ιστορία τους από την Ελλάδα ευρωπαϊκές χώρες, όπου ποτέ δεν υπήρξαν ο "φόβος του χωροφύλακα", σκοτεινές εποχές παρακράτους, μαγκουροφόρων και πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, αδιαφάνεια στη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, σκάνδαλα, χρονίζουσα ατιμωρησία και μια κουλτούρα εμφυλιοπολεμική, τυφλής βίας και μαζικών καταστροφών.
Είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν, έχοντας ένα μόλις μήνα στη χώρα αυτή, πέφτεις θύμα άγριου, ομαδικού ξυλοδαρμού από αστυνομικούς - οικογενειάρχες, σου δήλωσαν εκ των υστέρων για να τους λυπηθείς - που ξέσπασαν πάνω σου ύστερα από μια ακόμη ημέρα ανταλλαγής ύβρεων με "γνωστούς αγνώστους", ύστερα από 40 χρόνια μιας μεταπολίτευσης που κληρονόμησε, ατόφιες, τις παθογένειες των προδικτατορικών εποχών. Και που αδυνατώντας να τις αντιμετωπίσει καταπρόσωπο θέλησε να τις παραχώσει βιαστικά κάτω από το χαλί μιας ξέφρενης καταναλωτικής ευδαιμονίας, μιας ψευτοευημερίας βασισμένης σε ευρωπαϊκά "πακέτα στήριξης". Νομίζοντας ότι θα τις εξαφάνιζε.
Ο Αυγουστίνος Δημητρίου, Κύπριος σπουδαστής που μετά το βάναυσο ξυλοδαρμό του από Έλληνες αστυνομικούς εξακολουθεί να κουβαλάει τα ψυχικά τραύματα ενός ανθρώπου μεγαλωμένου σε μια εντελώς διαφορετική κοινωνία με λιγότερες κληρονομημένες παθογένειες, μαζί με αναπάντητα λογικά ερωτήματα που δεν θα απαντηθούν ποτέ, σήμερα δεν θα νιώθει πολύ δικαιωμένος. Για την ακρίβεια, δεν θα νιώθει καθόλου δικαιωμένος. Ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα μιας βαθιά άρρωστης κοινωνίας που κάθε 17 Νοέμβρη, ημέρα του φοβερού, αναίτιου και απρόκλητου ξυλοδαρμού του μαζεύεται γύρω από το τοτέμ του Πολυτεχνείου όχι για να θυμηθεί τους φοιτητές που έριξαν μια χούντα αλλά για να γιορτάσει τον εμφύλιο που συνεχίζεται, τα πάθη που βράζουν ασίγαστα, την κουλτούρα βίας και (αυτο)καταστροφής που εξακολουθεί να τη διαποτίζει, τον χρόνο που μοιάζει να σταμάτησε και δεν την αφήνει να πάει παρακάτω, αντιμετωπίζοντας επιτέλους τα φαντάσματά της.
Η αθώωση των έξι αστυνομικών που σακάτεψαν στο ξύλο τον Αυγουστίνο δεν ήταν παρά μια ακόμη έκφανση, κατά σατανική σύμπτωση 50 ακριβώς χρόνια μετά τη δολοφονία από παρακρατικούς του Γρηγόρη Λαμπράκη στην ίδια πόλη, της παραδοσιακής αλληλοκάλυψης μεταξύ δικαιοσύνης, αστυνομίας και πολιτικής ηγεσίας στη χώρα. Αλληλοκάλυψης που αποτελεί χαρακτηριστικό κομμάτι της τραγικής εμφυλιοπολεμικής κληρονομιάς που η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία νόμιζε ότι θα έθαβε για πάντα κάτω από τόνους νεοπλουτίστικης χρυσόσκονης. Συγγνώμη, Αυγουστίνε.
Πηγή: Παράλλαξη
Όπως σε άλλες, πιο τυχερές στη νεότερη ιστορία τους από την Ελλάδα ευρωπαϊκές χώρες, όπου ποτέ δεν υπήρξαν ο "φόβος του χωροφύλακα", σκοτεινές εποχές παρακράτους, μαγκουροφόρων και πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, αδιαφάνεια στη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, σκάνδαλα, χρονίζουσα ατιμωρησία και μια κουλτούρα εμφυλιοπολεμική, τυφλής βίας και μαζικών καταστροφών.
Είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν, έχοντας ένα μόλις μήνα στη χώρα αυτή, πέφτεις θύμα άγριου, ομαδικού ξυλοδαρμού από αστυνομικούς - οικογενειάρχες, σου δήλωσαν εκ των υστέρων για να τους λυπηθείς - που ξέσπασαν πάνω σου ύστερα από μια ακόμη ημέρα ανταλλαγής ύβρεων με "γνωστούς αγνώστους", ύστερα από 40 χρόνια μιας μεταπολίτευσης που κληρονόμησε, ατόφιες, τις παθογένειες των προδικτατορικών εποχών. Και που αδυνατώντας να τις αντιμετωπίσει καταπρόσωπο θέλησε να τις παραχώσει βιαστικά κάτω από το χαλί μιας ξέφρενης καταναλωτικής ευδαιμονίας, μιας ψευτοευημερίας βασισμένης σε ευρωπαϊκά "πακέτα στήριξης". Νομίζοντας ότι θα τις εξαφάνιζε.
Ο Αυγουστίνος Δημητρίου, Κύπριος σπουδαστής που μετά το βάναυσο ξυλοδαρμό του από Έλληνες αστυνομικούς εξακολουθεί να κουβαλάει τα ψυχικά τραύματα ενός ανθρώπου μεγαλωμένου σε μια εντελώς διαφορετική κοινωνία με λιγότερες κληρονομημένες παθογένειες, μαζί με αναπάντητα λογικά ερωτήματα που δεν θα απαντηθούν ποτέ, σήμερα δεν θα νιώθει πολύ δικαιωμένος. Για την ακρίβεια, δεν θα νιώθει καθόλου δικαιωμένος. Ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα μιας βαθιά άρρωστης κοινωνίας που κάθε 17 Νοέμβρη, ημέρα του φοβερού, αναίτιου και απρόκλητου ξυλοδαρμού του μαζεύεται γύρω από το τοτέμ του Πολυτεχνείου όχι για να θυμηθεί τους φοιτητές που έριξαν μια χούντα αλλά για να γιορτάσει τον εμφύλιο που συνεχίζεται, τα πάθη που βράζουν ασίγαστα, την κουλτούρα βίας και (αυτο)καταστροφής που εξακολουθεί να τη διαποτίζει, τον χρόνο που μοιάζει να σταμάτησε και δεν την αφήνει να πάει παρακάτω, αντιμετωπίζοντας επιτέλους τα φαντάσματά της.
Η αθώωση των έξι αστυνομικών που σακάτεψαν στο ξύλο τον Αυγουστίνο δεν ήταν παρά μια ακόμη έκφανση, κατά σατανική σύμπτωση 50 ακριβώς χρόνια μετά τη δολοφονία από παρακρατικούς του Γρηγόρη Λαμπράκη στην ίδια πόλη, της παραδοσιακής αλληλοκάλυψης μεταξύ δικαιοσύνης, αστυνομίας και πολιτικής ηγεσίας στη χώρα. Αλληλοκάλυψης που αποτελεί χαρακτηριστικό κομμάτι της τραγικής εμφυλιοπολεμικής κληρονομιάς που η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία νόμιζε ότι θα έθαβε για πάντα κάτω από τόνους νεοπλουτίστικης χρυσόσκονης. Συγγνώμη, Αυγουστίνε.
Πηγή: Παράλλαξη