Της Ειρήνης Σόβολου
Το φαινόμενο της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Παρατηρείται μια κλιμακούμενη βιαιότητα, που οδήγησε στο θάνατο τρεις ανθρώπους κατά το τελευταίο έτος. «Πρόκειται για φαινόμενο δολοφονικής ρατσιστικής βίας, βίας που δεν αποσκοπεί απλά στον εκφοβισμό, αλλά επιδιώκει να αφήσει θύματα». Η ρατσιστική βία δεν αφορά πλέον μόνο τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες, αλλά όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού.
Ο Επικεφαλής του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Γιώργος Τσαρμπόπουλος παρουσίασε τα βασικά στοιχεία της ετήσιας έκθεσης για το 2012 του Δικτύου Καταγραφής Περισταστικών Ρατσιστικής Βίας. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2012 το δίκτυο κατέγραψε 154 περιστατικά. Ωστόσο τα περιστατικά αυτά αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, καθώς πρόκειται μόνο για όσα καταγράφηκαν από τις οργανώσεις που συμμετέχουν στο Δίκτυο.
Τα θύματα συχνά υφίστανται βαριές σωματικές βλάβες ενώ στις επιθέσεις χρησιμοποιούνται μεταξύ άλλων, μαχαίρια, ρόπαλα, αλυσίδες, σιδηρολοστοί, γκλομπ και σπασμένα μπουκάλια. Παράλληλα παρατηρείται μεγαλύτερη ανοχή ή φόβος από άτομα, που ενώ είναι μπροστά στις επιθέσεις, δεν παρεμβαίνουν.
Οι θύτες δρουν σε οργανωμένες ομάδες, με μηχανές ή πεζοί, πολλές φορές συνοδευόμενοι από μεγαλόσωμα σκυλιά, φορούν μαύρα και κράνη ή έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Σαν συνήθης πρακτική καταγράφεται «η περιπολία» ατόμων, που επιτίθενται σε πρόσφυγες ή μετανάστες στο δρόμο, σε πλατείες ή σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Σε 91 περιπτώσεις, τα θύματα πιστεύουν ότι οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες, πεποίθηση που ενισχύεται και από τον τρόπο δράσης των ομάδων αυτών.
Σε 25 περιστατικά η ρατσιστική βία συνδέεται με την αστυνομική, καθώς τα περιστατικά έλαβαν χώρα σε χώρους κράτησης ή πραγματοποιήθηκαν από ένστολους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Χαρακτηριστική είναι η απροθυμία ή ακόμα και άρνηση των αρχών να καταγράψουν τα περιστατικά.
Στο σημείο αυτό ο συντονιστής της συζήτησης, δημοσιογράφος, Προκόπης Δούκας, επεσήμανε ότι η απροθυμία των αρχών και η αδιαφορία της Πολιτείας συχνά συνδέονται με την ύπαρξη πολιτικών τάσεων και ομάδων που αλληθωρίζουν προς τους ψηφοφόρους των ρατσιστικών οργανώσεων.
Ο εκπρόσωπος της ομάδας εργασίας για νομικά ζητήματα του Δικτύου, Βασίλης Παπαστεργίου ανέφερε ως θετικό βήμα τη σύσταση Τμημάτων και Γραφείων αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, που ωστόσο θα παραμείνει ανολοκλήρωτο, αν δεν γίνει προσεκτική επιλογή των ανθρώπων που θα τα στελεχώσουν και συνεχής επιμόρφωσή τους.
Η πλειοψηφία των ατόμων που καταγράφηκαν, δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν να καταγγείλουν την επίθεση, φοβούμενα ότι θα κρατηθούν και στη συνέχεια θα απελαθούν, λόγω έλλειψης νομιμοποιητικών εγγράφων. Προκειμένου να περιοριστεί η ατιμωρησία των δραστών, το Δίκτυο κρίνει ότι θα πρέπει να θεσπιστεί η αναστολή της κράτησης και της απέλασης των θυμάτων και των μαρτύρων και να τους χορηγείται άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. «Η πολιτεία πρέπει να κρίνει την τιμωρία των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας σημαντικότερη από την τιμωρία του πλημμελήματος της παράνομης εισόδου στη χώρα» παρατηρεί ο κ. Παπαστεργίου. Επίσης, σύμφωνα με τις θέσεις του Δικτύου, πρέπει να θεσπιστούν μέτρα που να περιλαμβάνουν την επαρκή διερεύνηση του ρατσιστικού κινήτρου, καθώς και την παρουσία του καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.
«Έχει ανοιχτεί όλο το φάσμα του ρατσιστικού εγκλήματος, καθώς θύματα των επιθέσεων δεν είναι μόνο οι μετανάστες ή οι πρόσφυγες, αλλά και άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι μειονότητες, οι Ρομά, άτομα που αναπτύσσουν αντιρατσιστική δράση ή μέλη αριστερών οργανώσεων», επισημαίνει ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Κωστής Παπαϊωάννου. Σύμφωνα με τον ίδιο στην αστυνομία η ρατσιστική βία αντιμετωπίζεται ως κανονικότητα, ενώ αυτή η στάση εντάθηκε μετά από τις εκλογές.
«Το ζητούμενο είναι να μην είναι ανεκτή η συμμετοχή κανενός στις ομάδες ρατσιστικής βίας και ο κίνδυνος της σύλληψης και της τιμωρίας να είναι υπαρκτός. Η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας πρέπει να υπερβαίνει κάθε άλλη τομή ανάμεσα στα κόμματα» σημειώνει ο ίδιος.
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ενωμένων Αφγανών Ελλάδας, Ρεζά Γκολαμί ότι πολλά θύματα δεν επιθυμούν να καταγγείλουν το περιστατικό στην αστυνομία καθώς έχουν δεχτεί στο παρελθόν επιθέσεις από αστυνομικούς.
Στη συνέχεια ο δικηγόρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Βασίλης Κερασιώτης και ο πρόεδρος των Γιατρών του Κόσμου, Νικήτας Κανάκης, αναφερόμενοι στις επιθέσεις στη Μανωλάδα, επεσήμαναν ότι αναγνωρίστηκαν ως θύματα trafficking τα 35 άτομα που δέχτηκαν πυροβολισμούς. Ωστόσο τόνισαν ότι στα υπόλοιπα από τα 92 άτομα, που ήταν παρόντα την ώρα της επίθεσης, επίσης θύματα trafficking, δεν χορηγήθηκε καμία προστασία.
Το φαινόμενο της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Παρατηρείται μια κλιμακούμενη βιαιότητα, που οδήγησε στο θάνατο τρεις ανθρώπους κατά το τελευταίο έτος. «Πρόκειται για φαινόμενο δολοφονικής ρατσιστικής βίας, βίας που δεν αποσκοπεί απλά στον εκφοβισμό, αλλά επιδιώκει να αφήσει θύματα». Η ρατσιστική βία δεν αφορά πλέον μόνο τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες, αλλά όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού.
Ο Επικεφαλής του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Γιώργος Τσαρμπόπουλος παρουσίασε τα βασικά στοιχεία της ετήσιας έκθεσης για το 2012 του Δικτύου Καταγραφής Περισταστικών Ρατσιστικής Βίας. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2012 το δίκτυο κατέγραψε 154 περιστατικά. Ωστόσο τα περιστατικά αυτά αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, καθώς πρόκειται μόνο για όσα καταγράφηκαν από τις οργανώσεις που συμμετέχουν στο Δίκτυο.
Τα θύματα συχνά υφίστανται βαριές σωματικές βλάβες ενώ στις επιθέσεις χρησιμοποιούνται μεταξύ άλλων, μαχαίρια, ρόπαλα, αλυσίδες, σιδηρολοστοί, γκλομπ και σπασμένα μπουκάλια. Παράλληλα παρατηρείται μεγαλύτερη ανοχή ή φόβος από άτομα, που ενώ είναι μπροστά στις επιθέσεις, δεν παρεμβαίνουν.
Οι θύτες δρουν σε οργανωμένες ομάδες, με μηχανές ή πεζοί, πολλές φορές συνοδευόμενοι από μεγαλόσωμα σκυλιά, φορούν μαύρα και κράνη ή έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Σαν συνήθης πρακτική καταγράφεται «η περιπολία» ατόμων, που επιτίθενται σε πρόσφυγες ή μετανάστες στο δρόμο, σε πλατείες ή σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Σε 91 περιπτώσεις, τα θύματα πιστεύουν ότι οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες, πεποίθηση που ενισχύεται και από τον τρόπο δράσης των ομάδων αυτών.
Σε 25 περιστατικά η ρατσιστική βία συνδέεται με την αστυνομική, καθώς τα περιστατικά έλαβαν χώρα σε χώρους κράτησης ή πραγματοποιήθηκαν από ένστολους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Χαρακτηριστική είναι η απροθυμία ή ακόμα και άρνηση των αρχών να καταγράψουν τα περιστατικά.
Στο σημείο αυτό ο συντονιστής της συζήτησης, δημοσιογράφος, Προκόπης Δούκας, επεσήμανε ότι η απροθυμία των αρχών και η αδιαφορία της Πολιτείας συχνά συνδέονται με την ύπαρξη πολιτικών τάσεων και ομάδων που αλληθωρίζουν προς τους ψηφοφόρους των ρατσιστικών οργανώσεων.
Ο εκπρόσωπος της ομάδας εργασίας για νομικά ζητήματα του Δικτύου, Βασίλης Παπαστεργίου ανέφερε ως θετικό βήμα τη σύσταση Τμημάτων και Γραφείων αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, που ωστόσο θα παραμείνει ανολοκλήρωτο, αν δεν γίνει προσεκτική επιλογή των ανθρώπων που θα τα στελεχώσουν και συνεχής επιμόρφωσή τους.
Η πλειοψηφία των ατόμων που καταγράφηκαν, δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν να καταγγείλουν την επίθεση, φοβούμενα ότι θα κρατηθούν και στη συνέχεια θα απελαθούν, λόγω έλλειψης νομιμοποιητικών εγγράφων. Προκειμένου να περιοριστεί η ατιμωρησία των δραστών, το Δίκτυο κρίνει ότι θα πρέπει να θεσπιστεί η αναστολή της κράτησης και της απέλασης των θυμάτων και των μαρτύρων και να τους χορηγείται άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. «Η πολιτεία πρέπει να κρίνει την τιμωρία των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας σημαντικότερη από την τιμωρία του πλημμελήματος της παράνομης εισόδου στη χώρα» παρατηρεί ο κ. Παπαστεργίου. Επίσης, σύμφωνα με τις θέσεις του Δικτύου, πρέπει να θεσπιστούν μέτρα που να περιλαμβάνουν την επαρκή διερεύνηση του ρατσιστικού κινήτρου, καθώς και την παρουσία του καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.
«Έχει ανοιχτεί όλο το φάσμα του ρατσιστικού εγκλήματος, καθώς θύματα των επιθέσεων δεν είναι μόνο οι μετανάστες ή οι πρόσφυγες, αλλά και άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι μειονότητες, οι Ρομά, άτομα που αναπτύσσουν αντιρατσιστική δράση ή μέλη αριστερών οργανώσεων», επισημαίνει ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Κωστής Παπαϊωάννου. Σύμφωνα με τον ίδιο στην αστυνομία η ρατσιστική βία αντιμετωπίζεται ως κανονικότητα, ενώ αυτή η στάση εντάθηκε μετά από τις εκλογές.
«Το ζητούμενο είναι να μην είναι ανεκτή η συμμετοχή κανενός στις ομάδες ρατσιστικής βίας και ο κίνδυνος της σύλληψης και της τιμωρίας να είναι υπαρκτός. Η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας πρέπει να υπερβαίνει κάθε άλλη τομή ανάμεσα στα κόμματα» σημειώνει ο ίδιος.
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ενωμένων Αφγανών Ελλάδας, Ρεζά Γκολαμί ότι πολλά θύματα δεν επιθυμούν να καταγγείλουν το περιστατικό στην αστυνομία καθώς έχουν δεχτεί στο παρελθόν επιθέσεις από αστυνομικούς.
Στη συνέχεια ο δικηγόρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Βασίλης Κερασιώτης και ο πρόεδρος των Γιατρών του Κόσμου, Νικήτας Κανάκης, αναφερόμενοι στις επιθέσεις στη Μανωλάδα, επεσήμαναν ότι αναγνωρίστηκαν ως θύματα trafficking τα 35 άτομα που δέχτηκαν πυροβολισμούς. Ωστόσο τόνισαν ότι στα υπόλοιπα από τα 92 άτομα, που ήταν παρόντα την ώρα της επίθεσης, επίσης θύματα trafficking, δεν χορηγήθηκε καμία προστασία.