Του προέδρου της ΕΣΗΕΜΘ Τάσου Φωκιανίδη
Στην εκρηκτική συζήτηση που έχει αναπτυχθεί γύρω από το νέο ασφαλιστικό σχήμα το οποίο επιδιώκει να νομοθετήσει η κυβέρνηση, η περιοχή που έχει φορτωθεί τους πιο νεφελώδεις και παραπλανητικούς μύθους είναι αυτή που αφορά τον δημοσιογραφικό κόσμο. Δεν είναι έκπληξη: ανέκαθεν γύρω από τον κλάδο των εργαζομένων που υπηρετούν την Ενημέρωση τα κοινωνικά αντανακλαστικά πυροδοτούνταν εύκολα, κυρίως επειδή η πολιτική εξουσία τα τροφοδοτούσε συστηματικά, για να τα αξιοποιήσει στην πρώτη ευκαιρία εναντίον αυτών που έχουν καθήκον να την ελέγχουν: των δημοσιογράφων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τους τελευταίους μήνες, όσο κορυφώνεται η συζήτηση για το Ασφαλιστικό, υπήρξε συστηματική επιχείρηση να παρουσιαστούν οι προτάσεις των δημοσιογράφων ως όψιμη προσπάθεια μιας συντεχνίας να διατηρήσει τα τεράστια προνόμιά της κατασπαταλώντας χρήματα του κράτους, δίχως να νοιάζεται για τη γενική κατάσταση, και επιβαρύνοντας την κοινωνία με την πληρωμή της ασφάλισής τους.
Τραβώντας κανείς ένα προς ένα τα νήματα του κουβαριού αυτού, βρίσκει βεβαίως την τελείως διαφορετική αλήθεια πίσω από τους καλλιεργημένους μύθους:
– Οι δημοσιογράφοι δε συζητούν τώρα πρώτη φορά για το Ασφαλιστικό: Εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια γίνεται συστηματική κατάρτιση προτάσεων, με πλήρη νομοθετική τεκμηρίωση, για να διευρυνθεί η ασφαλιστική βάση των οικείων ταμείων και να βελτιωθεί η μέχρι πρότινος διασφαλισμένη βιωσιμότητά τους. Τις προτάσεις αυτές (στην κατάρτιση των οποίων η ΕΣΗΕΜ-Θ διαδραμάτισε -και εξακολουθεί να διαδραματίζει- πρωταγωνιστικό ρόλο) γνωρίζει πολύ καλά, και αρμοδίως, η κυβέρνηση (πχ αγγελιόσημο στον κλάδο, διαδίκτυο, ΔΠΥ κ.ά.). Δεν τις γνώριζε, ενδεχομένως, ως τώρα η κοινωνία, και αυτό είναι επικοινωνιακό σφάλμα του κλάδου.
– Οι δημοσιογράφοι δεν απολαμβάνουν προνόμια. Αντιθέτως, μαζί με τους εργοδότες που δεν πληρώνουν τις αντίστοιχες εισφορές, το Κράτος απολαμβάνει μέχρι στιγμής το προνόμιο να μη συμμετέχει στη χρηματοδότηση των Ταμείων τους, και επιπροσθέτως προσπορίζεται ένα 10%, δηλαδή έχει σημαντικό οικονομικό όφελος. Όλως παραδόξως επιδιώκει να νατρέψει εις βάρος του αυτό το προνόμιο, αναλαμβάνοντας κόστος πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, το οποίο είναι εκ προοιμίου γνωστό ότι δεν μπορεί να καλύψει. Μάλιστα, το ετήσιο κόστος υπολογίζεται σε 100 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η συνολική “τρύπα” θα αγγίξει το 1,8 δισ. Που θα βρεθούν αυτά τα χρήματα; Ποιος και πώς θα τα πληρώσει; Η κυβέρνηση αναγνωρίζει το πρόβλημα, τονίζει ότι αφουγκράζεται και συμμερίζεται τα αιτήματά μας, τα οποία είναι σωστά και δίκαια αλλά με “θεολογική” και άδικη αντιμετώπιση “οι θεσμοί” τα απορρίπτουν, ενώ την ίδια στιγμή ο αρμόδιος (ο ίδιος) υπουργός λέει (αυτοαναιρούμενος) πως η όποια βίαιη ανατροπή γίνεται για λόγους ισότητας (όμως προς τα κάτω)!
– Οι δημοσιογράφοι δεν επιβαρύνουν την κοινωνία με την ασφάλισή τους. Το περιβόητο αγγελιόσημο, που μπήκε στη δημόσια συζήτηση με όρους εξωτισμού, δεν είναι πόρος τον οποίο πληρώνει η κοινωνία: είναι ένα τίμημα που πληρώνουν οι διαφημιζόμενοι για να έχει νόημα η διαφήμισή τους, δημοσιευόμενη σε περιβάλλον που φέρει την αυξημένη αξία του ενημερωτικού προϊόντος, δηλαδή αποτέλεσμα της εργασίας των δημοσιογράφων και όχι μόνο. Η κατάργησή του δε θα αποφέρει κανένα κέρδος στην κοινωνία, αντιθέτως θα επιφέρει πολλές απώλειες που την αφορούν γιατί τότε είναι που θα κληθεί να πληρώσει:
Το ασφαλιστικό κόστος για τους εργοδότες θα αυξηθεί, εργαζόμενοι θα απολυθούν, μικρές επιχειρήσεις Τύπου θα κλείσουν, η δαπάνη λειτουργίας των δημόσιων ΜΜΕ θα αυξηθεί, τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν, το κόστος της περίθαλψης υγείας ασφαλισμένων (σε πρώτη φάση “μόνο” 18.500 ανθρώπων) θα αυξηθεί, ο κλάδος θα κατακρημνιστεί, η ανεργία θα αυξηθεί και με δυο λόγια: το Κράτος, αντί να εξοικονομεί χρήματα, όπως είναι υποχρεωμένο, υπέρ της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, θα πρέπει να ξοδέψει περισσότερα χρήματα (που δε διαθέτει) για εξ ορισμού χειρότερα αποτελέσματα, τα οποία η κυβέρνηση και η χώρα υποχρεούνται να αποφύγουν. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν είναι απλές συντεχνιακές εκτιμήσεις καταστροφολογίας, αλλά παραδοχές τόσο από εκπροσώπους των ιδιοκτητών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, όσο και από τους ίδιους τους αρμόδιους υπουργούς, όπως για άλλη μια φορά επισημάνθηκε στην προ λίγων εικοσιτετραώρων συνάντησή μας!
Οι ασφαλιστικές διεκδικήσεις των δημοσιογράφων δεν έχουν συντεχνιακό χαρακτήρα.
Προφανώς προσπαθούμε να προστατεύσουμε συνθήκες που αφορούν τον επαγγελματικό κλάδο μας, ωστόσο η βελτίωση ή η ακύρωσή τους δεν έχουν συνέπειες που περιορίζονται εντός του. Η κοινωνία είναι η πρώτη που διαμαρτύρεται όταν αντιλαμβάνεται ότι η ποιότητα της ενημέρωσης που λαμβάνει περιορίζεται και διατυπώνει δυσπιστία για την πληροφόρηση που παράγεται με αμφίβολους όρους και μακριά από οργανωμένο και προστατευμένο, ως προς την ανεξαρτησία του, περιβάλλον. Οι όροι ασφάλισης των δημοσιογράφων είναι κορυφαίο χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος αυτού.
Η βίαιη και τυφλή ανατροπή τους δεν θα αλλάξει τα δεδομένα μιας «συντεχνίας». Στην ουσία θα αλλάξει ποιοτικά χαρακτηριστικά του δημόσιου αγαθού που είναι η ενημέρωση, δηλαδή σε ευθεία αντανάκλαση θα πληγεί ακόμη περισσότερο ο χώρος του Τύπου, η δημοσιογραφία, κατ” επέκταση και η δημοκρατία, η ίδια η κοινωνία και η χώρα, και πάντως όχι η όποια διαπλοκή και τα μεγαλοσυμφέροντα όπως επικαλείται και στο βαθμό που διατείνεται η κυβέρνηση. Οι πρώτοι που θα δεχτούν νέα καίρια πλήγματα θα είναι οι μικροεπιχειρηματίες και τα μικρά ΜΜΕ, σε αντίθεση με τα “μεγάλα (παλιά και νέα;) τζάκια”…
Σε κάθε περίπτωση, και στο κλίμα των ημερών, ελπίζουμε και επιδιώκουμε μετά την περίοδο των Παθών την Ανάσταση, όπως “θεολογικά” και νομοτελειακά συντελείται.
Στην εκρηκτική συζήτηση που έχει αναπτυχθεί γύρω από το νέο ασφαλιστικό σχήμα το οποίο επιδιώκει να νομοθετήσει η κυβέρνηση, η περιοχή που έχει φορτωθεί τους πιο νεφελώδεις και παραπλανητικούς μύθους είναι αυτή που αφορά τον δημοσιογραφικό κόσμο. Δεν είναι έκπληξη: ανέκαθεν γύρω από τον κλάδο των εργαζομένων που υπηρετούν την Ενημέρωση τα κοινωνικά αντανακλαστικά πυροδοτούνταν εύκολα, κυρίως επειδή η πολιτική εξουσία τα τροφοδοτούσε συστηματικά, για να τα αξιοποιήσει στην πρώτη ευκαιρία εναντίον αυτών που έχουν καθήκον να την ελέγχουν: των δημοσιογράφων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τους τελευταίους μήνες, όσο κορυφώνεται η συζήτηση για το Ασφαλιστικό, υπήρξε συστηματική επιχείρηση να παρουσιαστούν οι προτάσεις των δημοσιογράφων ως όψιμη προσπάθεια μιας συντεχνίας να διατηρήσει τα τεράστια προνόμιά της κατασπαταλώντας χρήματα του κράτους, δίχως να νοιάζεται για τη γενική κατάσταση, και επιβαρύνοντας την κοινωνία με την πληρωμή της ασφάλισής τους.
Τραβώντας κανείς ένα προς ένα τα νήματα του κουβαριού αυτού, βρίσκει βεβαίως την τελείως διαφορετική αλήθεια πίσω από τους καλλιεργημένους μύθους:
– Οι δημοσιογράφοι δε συζητούν τώρα πρώτη φορά για το Ασφαλιστικό: Εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια γίνεται συστηματική κατάρτιση προτάσεων, με πλήρη νομοθετική τεκμηρίωση, για να διευρυνθεί η ασφαλιστική βάση των οικείων ταμείων και να βελτιωθεί η μέχρι πρότινος διασφαλισμένη βιωσιμότητά τους. Τις προτάσεις αυτές (στην κατάρτιση των οποίων η ΕΣΗΕΜ-Θ διαδραμάτισε -και εξακολουθεί να διαδραματίζει- πρωταγωνιστικό ρόλο) γνωρίζει πολύ καλά, και αρμοδίως, η κυβέρνηση (πχ αγγελιόσημο στον κλάδο, διαδίκτυο, ΔΠΥ κ.ά.). Δεν τις γνώριζε, ενδεχομένως, ως τώρα η κοινωνία, και αυτό είναι επικοινωνιακό σφάλμα του κλάδου.
– Οι δημοσιογράφοι δεν απολαμβάνουν προνόμια. Αντιθέτως, μαζί με τους εργοδότες που δεν πληρώνουν τις αντίστοιχες εισφορές, το Κράτος απολαμβάνει μέχρι στιγμής το προνόμιο να μη συμμετέχει στη χρηματοδότηση των Ταμείων τους, και επιπροσθέτως προσπορίζεται ένα 10%, δηλαδή έχει σημαντικό οικονομικό όφελος. Όλως παραδόξως επιδιώκει να νατρέψει εις βάρος του αυτό το προνόμιο, αναλαμβάνοντας κόστος πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, το οποίο είναι εκ προοιμίου γνωστό ότι δεν μπορεί να καλύψει. Μάλιστα, το ετήσιο κόστος υπολογίζεται σε 100 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η συνολική “τρύπα” θα αγγίξει το 1,8 δισ. Που θα βρεθούν αυτά τα χρήματα; Ποιος και πώς θα τα πληρώσει; Η κυβέρνηση αναγνωρίζει το πρόβλημα, τονίζει ότι αφουγκράζεται και συμμερίζεται τα αιτήματά μας, τα οποία είναι σωστά και δίκαια αλλά με “θεολογική” και άδικη αντιμετώπιση “οι θεσμοί” τα απορρίπτουν, ενώ την ίδια στιγμή ο αρμόδιος (ο ίδιος) υπουργός λέει (αυτοαναιρούμενος) πως η όποια βίαιη ανατροπή γίνεται για λόγους ισότητας (όμως προς τα κάτω)!
– Οι δημοσιογράφοι δεν επιβαρύνουν την κοινωνία με την ασφάλισή τους. Το περιβόητο αγγελιόσημο, που μπήκε στη δημόσια συζήτηση με όρους εξωτισμού, δεν είναι πόρος τον οποίο πληρώνει η κοινωνία: είναι ένα τίμημα που πληρώνουν οι διαφημιζόμενοι για να έχει νόημα η διαφήμισή τους, δημοσιευόμενη σε περιβάλλον που φέρει την αυξημένη αξία του ενημερωτικού προϊόντος, δηλαδή αποτέλεσμα της εργασίας των δημοσιογράφων και όχι μόνο. Η κατάργησή του δε θα αποφέρει κανένα κέρδος στην κοινωνία, αντιθέτως θα επιφέρει πολλές απώλειες που την αφορούν γιατί τότε είναι που θα κληθεί να πληρώσει:
Το ασφαλιστικό κόστος για τους εργοδότες θα αυξηθεί, εργαζόμενοι θα απολυθούν, μικρές επιχειρήσεις Τύπου θα κλείσουν, η δαπάνη λειτουργίας των δημόσιων ΜΜΕ θα αυξηθεί, τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν, το κόστος της περίθαλψης υγείας ασφαλισμένων (σε πρώτη φάση “μόνο” 18.500 ανθρώπων) θα αυξηθεί, ο κλάδος θα κατακρημνιστεί, η ανεργία θα αυξηθεί και με δυο λόγια: το Κράτος, αντί να εξοικονομεί χρήματα, όπως είναι υποχρεωμένο, υπέρ της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, θα πρέπει να ξοδέψει περισσότερα χρήματα (που δε διαθέτει) για εξ ορισμού χειρότερα αποτελέσματα, τα οποία η κυβέρνηση και η χώρα υποχρεούνται να αποφύγουν. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν είναι απλές συντεχνιακές εκτιμήσεις καταστροφολογίας, αλλά παραδοχές τόσο από εκπροσώπους των ιδιοκτητών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, όσο και από τους ίδιους τους αρμόδιους υπουργούς, όπως για άλλη μια φορά επισημάνθηκε στην προ λίγων εικοσιτετραώρων συνάντησή μας!
Οι ασφαλιστικές διεκδικήσεις των δημοσιογράφων δεν έχουν συντεχνιακό χαρακτήρα.
Προφανώς προσπαθούμε να προστατεύσουμε συνθήκες που αφορούν τον επαγγελματικό κλάδο μας, ωστόσο η βελτίωση ή η ακύρωσή τους δεν έχουν συνέπειες που περιορίζονται εντός του. Η κοινωνία είναι η πρώτη που διαμαρτύρεται όταν αντιλαμβάνεται ότι η ποιότητα της ενημέρωσης που λαμβάνει περιορίζεται και διατυπώνει δυσπιστία για την πληροφόρηση που παράγεται με αμφίβολους όρους και μακριά από οργανωμένο και προστατευμένο, ως προς την ανεξαρτησία του, περιβάλλον. Οι όροι ασφάλισης των δημοσιογράφων είναι κορυφαίο χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος αυτού.
Η βίαιη και τυφλή ανατροπή τους δεν θα αλλάξει τα δεδομένα μιας «συντεχνίας». Στην ουσία θα αλλάξει ποιοτικά χαρακτηριστικά του δημόσιου αγαθού που είναι η ενημέρωση, δηλαδή σε ευθεία αντανάκλαση θα πληγεί ακόμη περισσότερο ο χώρος του Τύπου, η δημοσιογραφία, κατ” επέκταση και η δημοκρατία, η ίδια η κοινωνία και η χώρα, και πάντως όχι η όποια διαπλοκή και τα μεγαλοσυμφέροντα όπως επικαλείται και στο βαθμό που διατείνεται η κυβέρνηση. Οι πρώτοι που θα δεχτούν νέα καίρια πλήγματα θα είναι οι μικροεπιχειρηματίες και τα μικρά ΜΜΕ, σε αντίθεση με τα “μεγάλα (παλιά και νέα;) τζάκια”…
Σε κάθε περίπτωση, και στο κλίμα των ημερών, ελπίζουμε και επιδιώκουμε μετά την περίοδο των Παθών την Ανάσταση, όπως “θεολογικά” και νομοτελειακά συντελείται.