Για κάθε κυβέρνηση, η συμπλήρωση ενός έτους από την ανάληψη της εξουσίας προσφέρεται για έναν πρώτο απολογισμό, αλλά και για μια σκιαγράφηση των πολιτικών και των δράσεων που προγραμματίζει. Για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, και ειδικότερα για το οικονομικό επιτελείο, η συγκεκριμένη επέτειος χρησιμοποιείται ως ευκαιρία να ανακυκλωθούν ορισμένες λέξεις-κλειδιά που κυριάρχησαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τους τελευταίους δώδεκα μήνες, υπό το πρίσμα, φυσικά, της πανδημίας του κορωνοϊού: νέα κανονικότητα, επενδύσεις, πολλές δουλειές και, φυσικά, ανάπτυξη.Για όσους, όμως, κατορθώνουν να δουν το δάσος της πραγματικής οικονομίας πίσω από το δέντρο της αναμφισβήτητης επικοινωνιακής υπεροπλίας, η πραγματικότητα είναι μάλλον πιο πολύπλοκη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είχαν επιβραδυνθεί σημαντικά ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, με το ξέσπασμα της πανδημίας να επιδεινώνει αυτή την τάση. Κάθε σοβαρή αξιολόγηση των κυβερνητικών πεπραγμένων οφείλει να αναζητήσει τα αίτια αυτής της υποχώρησης - και η επίκληση δυσμενών εξωτερικών συνθηκών δεν συμβιβάζεται με την απλή παράθεση της χρονικής εξέλιξης βασικών οικονομικών μεγεθών.
Γιατί λοιπόν το προηγούμενο έτος θα καταγραφεί ως έτος επιβράδυνσης της ανάπτυξης; Η απάντηση που προκύπτει από τα γεγονότα διαψεύδει κάποιους ευρέως διαδεδομένους μύθους, τόσο για την παρακαταθήκη που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσο και για το αναπτυξιακό μέλλον που επιχειρεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση.
Συνέχεια (έστω μερική) του κράτους; Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα
Ας ξεκινήσουμε από το πεδίο των νομοθετικών παρεμβάσεων στην οικονομία: η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ψήφισε, αυτούσια ή ελάχιστα τροποποιημένα, νομοσχέδια που είχε παραδώσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2019:
* Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης
* Γενικό Εμπορικό Μητρώο, Εμπορικά Σήματα και
* Μικροπιστώσεις
Κάποια από αυτά ψηφίστηκαν ως αυτοτελή νομοσχέδια. Άλλα εντάχθηκαν στο «εμβληματικό» πολυνομοσχέδιο με τίτλο «Επενδύω στην Ελλάδα», το οποίο περιείχε αλλαγές μικρής μεν κλίμακας αλλά κρίσιμες, επί τα χείρω, σε νομοθετήματα της περιόδου 2015-2019, όπως ο νόμος για την αδειοδότηση οικονομικών δραστηριοτήτων και ο Αναπτυξιακός Νόμος.
Η καλόπιστη ερμηνεία αυτών των γεγονότων θα μπορούσε να αποδώσει τη (όποια) αξιοποίηση των θεσμικών τομών που υλοποίησε ή σχεδίασε το πρώην υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης μέχρι τον Ιούλιο του 2019 ως μια συνέχεια του κράτους. Μια πιο κριτική προσέγγιση, ωστόσο, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το «επιτελικό κράτος» δεν έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό ή τεχνικά επαρκές στον σχεδιασμό δημόσιων αναπτυξιακών πολιτικών - ακόμα χειρότερα, δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Αυτό, όμως, που πραγματικά ενδιαφέρει και προβληματίζει τις υγιείς παραγωγικές δυνάμεις είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση αξιοποιεί τα εργαλεία που βρήκε έτοιμα όχι για την υπέρβαση χρόνιων παθογενειών της ελληνικής οικονομίας (γι’ αυτό, άλλωστε, φτιάχτηκαν) αλλά για τη διαιώνισή τους, μέσα από παλαιοκομματικές πρακτικές εξυπηρετήσεων.
Έτσι, ο αναπτυξιακός νόμος, που ψηφίστηκε το 2016 και είχε χαιρετισθεί ως καλή πρακτική από το σύνολο σχεδόν των παραγωγικών φορέων, τροποποιήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες δραστηριοτήτων αμφίβολης προστιθέμενης αξίας, χωρίς κριτήρια και χωρίς σχεδιασμό. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα, που ιδρύθηκε το 2019 για να καλύψει ένα επενδυτικό και χρηματοδοτικό κενό δεκαετιών, ενεργοποιήθηκε πολύ καθυστερημένα, όταν έγινε κατανοητό από όλους ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ξεπερασμένες πολιτικές απορρύθμισης, αποσπασματικά φορολογικά μέτρα και μια τυφλή εμπιστοσύνη στο ιδιωτικό πιστωτικό σύστημα για ενίσχυση της ρευστότητας. Επιπλέον, οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της αδειοδότησης οικονομικών δραστηριοτήτων αγνοούν τις σύγχρονες τάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, προς όφελος επιχειρηματικών πρακτικών που δεν συμβιβάζονται με τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένα “Green New Deal”.
Προσέλκυση επενδύσεων: «Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα»
Η πολιτική και επιχειρησιακή ανεπάρκεια καθίσταται ακόμα περισσότερο εμφανής αν εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο η κυβέρνηση υλοποίησε την πιο βασική υπόσχεσή της για προσέλκυση επενδύσεων. Η παραφιλολογία για επενδύσεις που έμεναν στα συρτάρια μέχρι τον Ιούλιο του 2019 διαψεύδεται πανηγυρικά:
* Ως προς τις στρατηγικές επενδύσεις: το πρώτο εξάμηνο του 2019 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ενέκρινε (με δημοσίευση σε ΦΕΚ) έξι επενδύσεις, ενώ τα δύο εξάμηνα που ακολούθησαν μέχρι σήμερα η κυβέρνηση της Ν.Δ. ενέκρινε (με δημοσίευση σε ΦΕΚ) τέσσερις νέες επενδύσεις, των οποίων, μάλιστα, η διαδικασία αξιολόγησης είχε αρχίσει επί ΣΥΡΙΖΑ.
* Ως προς τον αναπτυξιακό νόμο: Η σύγκριση της διακυβέρνησης της Ν.Δ. με τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι οι επιδόσεις της σε όλους τους τομείς (αξιολογήσεις επενδυτικών σχεδίων, εκθέσεις ελέγχου, συγκροτήσεις οργάνων ελέγχου κ.λπ.) υστερούν σημαντικά. Επιπλέον, η πολυδιαφημισμένη «καινοτομική» ανάθεση των ελέγχων σε ιδιωτικές εταιρείες, που θα επέφερε «τεράστια επιτάχυνση των διαδικασιών», έχει μείνει μέχρι σήμερα λόγος κενός.
* Ως προς το ΕΣΠΑ: Μέχρι την έξαρση της υγειονομικής κρίσης όχι μόνο δεν είχε ενεργοποιηθεί καμία νέα δράση προς τις επιχειρήσεις, αλλά «πάγωσαν» έτοιμες δράσεις οι οποίες είχαν προδημοσιευτεί πριν από τις εκλογές (για παράδειγμα, δεν προχώρησε, ένα χρόνο τώρα, η ενεργοποίηση των δράσεων για την υποστήριξη της ίδρυσης και λειτουργίας των ενεργειακών κοινοτήτων και την ενίσχυση της περιβαλλοντικής βιομηχανίας). Μόνο το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού κατάφερε να αφυπνίσει το υπουργείο ώστε να ενεργοποιήσει -έστω και καθυστερημένα- δράσεις για τον μετριασμό των συνεπειών της προϊούσας οικονομικής κρίσης.
Αναπτυξιακή στρατηγική ή κατά περίπτωση εξυπηρετήσεις;
Εξηγήσαμε προηγουμένως ότι όχι μόνο δεν υπήρξε επενδυτική έκρηξη, όπως διεκήρυττε η Ν.Δ., αλλά η χρονιά κύλησε με χαμηλές επιδόσεις. Αυτή η δυστοκία έχει μια πολύ απλή εξήγηση. Η σημερινή κυβέρνηση εγκατέλειψε την αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία της παραδόθηκε ως το επιστέγασμα των πολιτικών που επανέφεραν την Ελλάδα σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και ως οδικός χάρτης για τη διατήρησή της σε αυτή την πορεία. Το γεγονός ότι αυτή η εγκατάλειψη συνέβη εν μέσω διεθνών τάσεων (διευρυνόμενες ανισότητες, περιβαλλοντική υποβάθμιση, υγειονομική κρίση) που καθιστούν απολύτως αναγκαία την ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου του κράτους απλώς επιτείνει την εικόνα της επιστροφής σε κοντόφθαλμες πολιτικές πολλαπλών επιπέδων. Παραθέτουμε ενδεικτικά:
α) Παραδείγματα δομικών αλλαγών που υποδηλώνουν προβληματικές προσεγγίσεις σε κρίσιμα παραγωγικά και κοινωνικά θέματα:
Η ολοκληρωμένη πολιτική εξωστρέφειας και διεθνούς εμπορίου που παραδόθηκε τον Ιούλιο του 2019 βρίσκεται επί ένα χρόνο μετέωρη (θεσμικά και σε επίπεδο στελεχιακού δυναμικού) στον δρόμο από το υπουργείο Ανάπτυξης προς το υπουργείο Εξωτερικών, όμηρος και θύμα μιας λανθασμένης αντίληψης που αντιμετωπίζει τις εξαγωγές ως απλό ζήτημα προώθησης (promotion) και όχι ως μια στρατηγικής σημασίας διάσταση του εγχώριου παραγωγικού συστήματος: τι, πόσο και πώς παράγουμε, πώς τυποποιούμε και πιστοποιούμε, σε ποιες αγορές απευθυνόμαστε κ.λπ.
Η μεταφορά, εν μιά νυκτί, της έρευνας που υλοποιείται στα Ερευνητικά Κέντρα από το υπουργείο Παιδείας στο υπουργείο Ανάπτυξης, υπό το πρόσχημα ότι έτσι ενισχύεται η διασύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την παραγωγή, αγνοεί ότι η έρευνα εξίσου σημαντικά προσφέρει τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία της γνώσης. Μέχρι δε σήμερα, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα ουσιαστικό για να στηρίξει το ερευνητικό οικοσύστημα της χώρας (Ερευνητικά Κέντρα, ΑΕΙ και καινοτόμους επιχειρήσεις).
β) Παραδείγματα πολιτικών οπισθοχωρήσεων και αβελτηριών:
Οι νέες διατάξεις για την αδειοδότηση επέτρεψαν «από το παράθυρο» τη χωροθέτηση και εγκατάσταση δραστηριοτήτων με σημαντικό βαθμό όχλησης στην Αττική, με ό,τι αυτό δυνητικά συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής του μισού πληθυσμού της χώρας.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ακόμα περιμένουν την ενεργοποίηση της δομής στήριξης που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον Απρίλιο του 2019, με διασφαλισμένους πόρους (15 εκατ. ετησίως από το ΠΔΕ για τα επόμενα τρία χρόνια) και έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό για την ανάπτυξη πανελλαδικού δικτύου υποστήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, με τη συμμετοχή 59 Επιμελητηρίων.
Το κυβερνητικό ενδιαφέρον αναφορικά με τις επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό αποδεικνύεται και από την αδράνεια στο θέμα τού brain drain. Το υπουργείο Ανάπτυξης λάμπει διά της απουσίας του (το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες την επιδότηση της πρόσληψης και απασχόλησης από εγχώριες επιχειρήσεις 500 νέων Ελλήνων υψηλών προσόντων που εργάζονται στο εξωτερικό χωρίς μέχρι σήμερα να έχει προχωρήσει οτιδήποτε).
γ) Τέλος, μνημειώδες και αποκρουστικό παράδειγμα «δημιουργικής αξιοποίησης» της επικοινωνιακής υπεροπλίας και της πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί το γεγονός ότι ο συντονισμός (προγραμματισμού και προκήρυξης) των δημοσίων συμβάσεων αγαθών και υπηρεσιών από το υπουργείο Ανάπτυξης, αναγκαίος όρος διαφάνειας και αναπτυξιακού σχεδιασμού, έχει αντικατασταθεί από πλήθος προκλητικών «επειγουσών» απευθείας αναθέσεων, πολλές από τις οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Κλείνοντας
Έναν χρόνο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, η πολυπληθής και συγκεντρωτική δομή που έχει αναπτυχθεί γύρω από τον πρωθυπουργό υπόσχεται μια «νέα» αναπτυξιακή στρατηγική. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό των νέων αντιλήψεων το γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση συνολικά και το υπουργείο Ανάπτυξης εν προκειμένω έχουν μάλλον διακοσμητικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, η οποία πλέον αποτελεί υπόθεση μιας «επιτροπής σοφών» και ορισμένων συμβούλων. Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία. Μια διαδικασία που θα υποστηρίζεται από θεσμούς δημόσιας πολιτικής και θα είναι προσβάσιμη από την κοινωνία απλώς δεν συμβαδίζει με την αντίληψη της σημερινής κυβέρνησης για την ανάπτυξη (αλλά και την πολιτική). Το ζητούμενο μοιάζει να είναι η κάλυψη βραχυπρόθεσμων αναγκών των προνομιακών συνομιλητών της και όχι η απάντηση στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας.
Οι προηγούμενοι δώδεκα μήνες απέδειξαν τη σημασία των αποτελεσματικών δημόσιων πολιτικών για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου και κοινωνικά δίκαιου παραγωγικού προτύπου. Με αυτό το δεδομένο, ο απολογισμός του πρώτου έτους της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας μεταφράζεται, απλώς, στη διάψευση των προσδοκιών των υγιών παραγωγικών δυνάμεων και της ελληνικής κοινωνίας. Και το χειρότερο, ενόψει του δεύτερου έτους διακυβέρνησης, είναι ότι οι λύσεις που βρήκε έτοιμες χάνουν τη δυναμική τους καθώς σταδιακά εκλείπει το αναπτυξιακό πλαίσιο για το οποίο είχαν σχεδιαστεί. Εκείνο το αναπτυξιακό πλαίσιο χαρακτηριζόταν από λέξεις-στόχους όπως βιωσιμότητα, οικονομία της γνώσης, αλληλεγγύη. Οι λέξεις έγιναν υλοποιήσιμο σχέδιο και το σχέδιο άρχισε σταδιακά να εξελίσσεται σε συγκεκριμένες πράξεις, τα οφέλη των οποίων είναι μετρήσιμα και ορατά ακόμα και σήμερα. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο να διαπιστώσουμε την αντίστοιχη διαδοχή στόχων, σχεδίου και πράξεων στην πολιτική της σημερινής κυβέρνησης. Και ελπίζουμε να μην το αντιληφθεί με τρόπο οδυνηρό και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
* Το άρθρο συνυπογράφουν οι: Ηλίας Ξανθάκος, πρώην γενικός γραμματέας υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, Πατρίτσια Κυπριανίδου, πρώην γενική γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας, Παναγιώτης Κορκολής, πρώην γενικός γραμματέας ΕΣΠΑ και Δημοσίων Επενδύσεων, Λόης Λαμπριανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρώην γενικός γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, Αποστόλης Μακρυκώστας, πρώην γενικός γραμματέας Βιομηχανίας, Ευγενία Φωτονιάτα, πρώην ειδική γραμματέας ΕΤΠΑ και Ταμείου Συνοχής
Γιατί λοιπόν το προηγούμενο έτος θα καταγραφεί ως έτος επιβράδυνσης της ανάπτυξης; Η απάντηση που προκύπτει από τα γεγονότα διαψεύδει κάποιους ευρέως διαδεδομένους μύθους, τόσο για την παρακαταθήκη που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσο και για το αναπτυξιακό μέλλον που επιχειρεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση.
Ένας χρόνος διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία - Η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη αξιοποιεί τα εργαλεία που βρήκε έτοιμα όχι για την υπέρβαση χρόνιων παθογενειών της ελληνικής οικονομίας (γι’ αυτό, άλλωστε, φτιάχτηκαν) αλλά για τη διαιώνισή τους, μέσα από παλαιοκομματικές πρακτικές εξυπηρετήσεων
Συνέχεια (έστω μερική) του κράτους; Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα
Ας ξεκινήσουμε από το πεδίο των νομοθετικών παρεμβάσεων στην οικονομία: η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ψήφισε, αυτούσια ή ελάχιστα τροποποιημένα, νομοσχέδια που είχε παραδώσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2019:
* Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης
* Γενικό Εμπορικό Μητρώο, Εμπορικά Σήματα και
* Μικροπιστώσεις
Κάποια από αυτά ψηφίστηκαν ως αυτοτελή νομοσχέδια. Άλλα εντάχθηκαν στο «εμβληματικό» πολυνομοσχέδιο με τίτλο «Επενδύω στην Ελλάδα», το οποίο περιείχε αλλαγές μικρής μεν κλίμακας αλλά κρίσιμες, επί τα χείρω, σε νομοθετήματα της περιόδου 2015-2019, όπως ο νόμος για την αδειοδότηση οικονομικών δραστηριοτήτων και ο Αναπτυξιακός Νόμος.
Η καλόπιστη ερμηνεία αυτών των γεγονότων θα μπορούσε να αποδώσει τη (όποια) αξιοποίηση των θεσμικών τομών που υλοποίησε ή σχεδίασε το πρώην υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης μέχρι τον Ιούλιο του 2019 ως μια συνέχεια του κράτους. Μια πιο κριτική προσέγγιση, ωστόσο, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το «επιτελικό κράτος» δεν έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό ή τεχνικά επαρκές στον σχεδιασμό δημόσιων αναπτυξιακών πολιτικών - ακόμα χειρότερα, δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Αυτό, όμως, που πραγματικά ενδιαφέρει και προβληματίζει τις υγιείς παραγωγικές δυνάμεις είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση αξιοποιεί τα εργαλεία που βρήκε έτοιμα όχι για την υπέρβαση χρόνιων παθογενειών της ελληνικής οικονομίας (γι’ αυτό, άλλωστε, φτιάχτηκαν) αλλά για τη διαιώνισή τους, μέσα από παλαιοκομματικές πρακτικές εξυπηρετήσεων.
Έτσι, ο αναπτυξιακός νόμος, που ψηφίστηκε το 2016 και είχε χαιρετισθεί ως καλή πρακτική από το σύνολο σχεδόν των παραγωγικών φορέων, τροποποιήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες δραστηριοτήτων αμφίβολης προστιθέμενης αξίας, χωρίς κριτήρια και χωρίς σχεδιασμό. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα, που ιδρύθηκε το 2019 για να καλύψει ένα επενδυτικό και χρηματοδοτικό κενό δεκαετιών, ενεργοποιήθηκε πολύ καθυστερημένα, όταν έγινε κατανοητό από όλους ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ξεπερασμένες πολιτικές απορρύθμισης, αποσπασματικά φορολογικά μέτρα και μια τυφλή εμπιστοσύνη στο ιδιωτικό πιστωτικό σύστημα για ενίσχυση της ρευστότητας. Επιπλέον, οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της αδειοδότησης οικονομικών δραστηριοτήτων αγνοούν τις σύγχρονες τάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, προς όφελος επιχειρηματικών πρακτικών που δεν συμβιβάζονται με τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένα “Green New Deal”.
Προσέλκυση επενδύσεων: «Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα»
Η πολιτική και επιχειρησιακή ανεπάρκεια καθίσταται ακόμα περισσότερο εμφανής αν εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο η κυβέρνηση υλοποίησε την πιο βασική υπόσχεσή της για προσέλκυση επενδύσεων. Η παραφιλολογία για επενδύσεις που έμεναν στα συρτάρια μέχρι τον Ιούλιο του 2019 διαψεύδεται πανηγυρικά:
* Ως προς τις στρατηγικές επενδύσεις: το πρώτο εξάμηνο του 2019 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ενέκρινε (με δημοσίευση σε ΦΕΚ) έξι επενδύσεις, ενώ τα δύο εξάμηνα που ακολούθησαν μέχρι σήμερα η κυβέρνηση της Ν.Δ. ενέκρινε (με δημοσίευση σε ΦΕΚ) τέσσερις νέες επενδύσεις, των οποίων, μάλιστα, η διαδικασία αξιολόγησης είχε αρχίσει επί ΣΥΡΙΖΑ.
* Ως προς τον αναπτυξιακό νόμο: Η σύγκριση της διακυβέρνησης της Ν.Δ. με τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι οι επιδόσεις της σε όλους τους τομείς (αξιολογήσεις επενδυτικών σχεδίων, εκθέσεις ελέγχου, συγκροτήσεις οργάνων ελέγχου κ.λπ.) υστερούν σημαντικά. Επιπλέον, η πολυδιαφημισμένη «καινοτομική» ανάθεση των ελέγχων σε ιδιωτικές εταιρείες, που θα επέφερε «τεράστια επιτάχυνση των διαδικασιών», έχει μείνει μέχρι σήμερα λόγος κενός.
* Ως προς το ΕΣΠΑ: Μέχρι την έξαρση της υγειονομικής κρίσης όχι μόνο δεν είχε ενεργοποιηθεί καμία νέα δράση προς τις επιχειρήσεις, αλλά «πάγωσαν» έτοιμες δράσεις οι οποίες είχαν προδημοσιευτεί πριν από τις εκλογές (για παράδειγμα, δεν προχώρησε, ένα χρόνο τώρα, η ενεργοποίηση των δράσεων για την υποστήριξη της ίδρυσης και λειτουργίας των ενεργειακών κοινοτήτων και την ενίσχυση της περιβαλλοντικής βιομηχανίας). Μόνο το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού κατάφερε να αφυπνίσει το υπουργείο ώστε να ενεργοποιήσει -έστω και καθυστερημένα- δράσεις για τον μετριασμό των συνεπειών της προϊούσας οικονομικής κρίσης.
Αναπτυξιακή στρατηγική ή κατά περίπτωση εξυπηρετήσεις;
Εξηγήσαμε προηγουμένως ότι όχι μόνο δεν υπήρξε επενδυτική έκρηξη, όπως διεκήρυττε η Ν.Δ., αλλά η χρονιά κύλησε με χαμηλές επιδόσεις. Αυτή η δυστοκία έχει μια πολύ απλή εξήγηση. Η σημερινή κυβέρνηση εγκατέλειψε την αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία της παραδόθηκε ως το επιστέγασμα των πολιτικών που επανέφεραν την Ελλάδα σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και ως οδικός χάρτης για τη διατήρησή της σε αυτή την πορεία. Το γεγονός ότι αυτή η εγκατάλειψη συνέβη εν μέσω διεθνών τάσεων (διευρυνόμενες ανισότητες, περιβαλλοντική υποβάθμιση, υγειονομική κρίση) που καθιστούν απολύτως αναγκαία την ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου του κράτους απλώς επιτείνει την εικόνα της επιστροφής σε κοντόφθαλμες πολιτικές πολλαπλών επιπέδων. Παραθέτουμε ενδεικτικά:
α) Παραδείγματα δομικών αλλαγών που υποδηλώνουν προβληματικές προσεγγίσεις σε κρίσιμα παραγωγικά και κοινωνικά θέματα:
Η ολοκληρωμένη πολιτική εξωστρέφειας και διεθνούς εμπορίου που παραδόθηκε τον Ιούλιο του 2019 βρίσκεται επί ένα χρόνο μετέωρη (θεσμικά και σε επίπεδο στελεχιακού δυναμικού) στον δρόμο από το υπουργείο Ανάπτυξης προς το υπουργείο Εξωτερικών, όμηρος και θύμα μιας λανθασμένης αντίληψης που αντιμετωπίζει τις εξαγωγές ως απλό ζήτημα προώθησης (promotion) και όχι ως μια στρατηγικής σημασίας διάσταση του εγχώριου παραγωγικού συστήματος: τι, πόσο και πώς παράγουμε, πώς τυποποιούμε και πιστοποιούμε, σε ποιες αγορές απευθυνόμαστε κ.λπ.
Η μεταφορά, εν μιά νυκτί, της έρευνας που υλοποιείται στα Ερευνητικά Κέντρα από το υπουργείο Παιδείας στο υπουργείο Ανάπτυξης, υπό το πρόσχημα ότι έτσι ενισχύεται η διασύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την παραγωγή, αγνοεί ότι η έρευνα εξίσου σημαντικά προσφέρει τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία της γνώσης. Μέχρι δε σήμερα, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα ουσιαστικό για να στηρίξει το ερευνητικό οικοσύστημα της χώρας (Ερευνητικά Κέντρα, ΑΕΙ και καινοτόμους επιχειρήσεις).
β) Παραδείγματα πολιτικών οπισθοχωρήσεων και αβελτηριών:
Οι νέες διατάξεις για την αδειοδότηση επέτρεψαν «από το παράθυρο» τη χωροθέτηση και εγκατάσταση δραστηριοτήτων με σημαντικό βαθμό όχλησης στην Αττική, με ό,τι αυτό δυνητικά συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής του μισού πληθυσμού της χώρας.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ακόμα περιμένουν την ενεργοποίηση της δομής στήριξης που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον Απρίλιο του 2019, με διασφαλισμένους πόρους (15 εκατ. ετησίως από το ΠΔΕ για τα επόμενα τρία χρόνια) και έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό για την ανάπτυξη πανελλαδικού δικτύου υποστήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, με τη συμμετοχή 59 Επιμελητηρίων.
Το κυβερνητικό ενδιαφέρον αναφορικά με τις επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό αποδεικνύεται και από την αδράνεια στο θέμα τού brain drain. Το υπουργείο Ανάπτυξης λάμπει διά της απουσίας του (το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες την επιδότηση της πρόσληψης και απασχόλησης από εγχώριες επιχειρήσεις 500 νέων Ελλήνων υψηλών προσόντων που εργάζονται στο εξωτερικό χωρίς μέχρι σήμερα να έχει προχωρήσει οτιδήποτε).
γ) Τέλος, μνημειώδες και αποκρουστικό παράδειγμα «δημιουργικής αξιοποίησης» της επικοινωνιακής υπεροπλίας και της πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί το γεγονός ότι ο συντονισμός (προγραμματισμού και προκήρυξης) των δημοσίων συμβάσεων αγαθών και υπηρεσιών από το υπουργείο Ανάπτυξης, αναγκαίος όρος διαφάνειας και αναπτυξιακού σχεδιασμού, έχει αντικατασταθεί από πλήθος προκλητικών «επειγουσών» απευθείας αναθέσεων, πολλές από τις οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Κλείνοντας
Έναν χρόνο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, η πολυπληθής και συγκεντρωτική δομή που έχει αναπτυχθεί γύρω από τον πρωθυπουργό υπόσχεται μια «νέα» αναπτυξιακή στρατηγική. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό των νέων αντιλήψεων το γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση συνολικά και το υπουργείο Ανάπτυξης εν προκειμένω έχουν μάλλον διακοσμητικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, η οποία πλέον αποτελεί υπόθεση μιας «επιτροπής σοφών» και ορισμένων συμβούλων. Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία. Μια διαδικασία που θα υποστηρίζεται από θεσμούς δημόσιας πολιτικής και θα είναι προσβάσιμη από την κοινωνία απλώς δεν συμβαδίζει με την αντίληψη της σημερινής κυβέρνησης για την ανάπτυξη (αλλά και την πολιτική). Το ζητούμενο μοιάζει να είναι η κάλυψη βραχυπρόθεσμων αναγκών των προνομιακών συνομιλητών της και όχι η απάντηση στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας.
Οι προηγούμενοι δώδεκα μήνες απέδειξαν τη σημασία των αποτελεσματικών δημόσιων πολιτικών για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου και κοινωνικά δίκαιου παραγωγικού προτύπου. Με αυτό το δεδομένο, ο απολογισμός του πρώτου έτους της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας μεταφράζεται, απλώς, στη διάψευση των προσδοκιών των υγιών παραγωγικών δυνάμεων και της ελληνικής κοινωνίας. Και το χειρότερο, ενόψει του δεύτερου έτους διακυβέρνησης, είναι ότι οι λύσεις που βρήκε έτοιμες χάνουν τη δυναμική τους καθώς σταδιακά εκλείπει το αναπτυξιακό πλαίσιο για το οποίο είχαν σχεδιαστεί. Εκείνο το αναπτυξιακό πλαίσιο χαρακτηριζόταν από λέξεις-στόχους όπως βιωσιμότητα, οικονομία της γνώσης, αλληλεγγύη. Οι λέξεις έγιναν υλοποιήσιμο σχέδιο και το σχέδιο άρχισε σταδιακά να εξελίσσεται σε συγκεκριμένες πράξεις, τα οφέλη των οποίων είναι μετρήσιμα και ορατά ακόμα και σήμερα. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο να διαπιστώσουμε την αντίστοιχη διαδοχή στόχων, σχεδίου και πράξεων στην πολιτική της σημερινής κυβέρνησης. Και ελπίζουμε να μην το αντιληφθεί με τρόπο οδυνηρό και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
* Το άρθρο συνυπογράφουν οι: Ηλίας Ξανθάκος, πρώην γενικός γραμματέας υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, Πατρίτσια Κυπριανίδου, πρώην γενική γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας, Παναγιώτης Κορκολής, πρώην γενικός γραμματέας ΕΣΠΑ και Δημοσίων Επενδύσεων, Λόης Λαμπριανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρώην γενικός γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, Αποστόλης Μακρυκώστας, πρώην γενικός γραμματέας Βιομηχανίας, Ευγενία Φωτονιάτα, πρώην ειδική γραμματέας ΕΤΠΑ και Ταμείου Συνοχής
Από την "Αυγή"