Το να αποτυγχάνεις εκεί ακριβώς όπου κατά δική σου ομολογία προσπαθείς, χωρίς αμφιβολία, είναι ο απόλυτος ορισμός της ήττας.
Ο πρωθυπουργός κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ότι η επιλογή του γενικού lockdown είναι καταστροφική για την ελληνική οικονομία, αλλά και για την ελληνική κοινωνία θα προσθέταμε εμείς. Και γι’ αυτό η κυβέρνηση δήλωνε σε όλους τους τόνους ότι αυτό το ενδεχόμενο έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι η κυβέρνηση γνώριζε τις καταστροφικές συνέπειες μιας δεύτερης γενικής και καθολικής απαγόρευσης στη χώρα και παρότι απέφευγε το lockdown σαν τον διάβολο το λιβάνι, εντούτοις δεν μπόρεσε να το αποφύγει.
Οι πράξεις και οι παραλήψεις της, την οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια σε αυτό ακριβώς που απέφευγε. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη και ταυτόχρονα ομολογημένη από την ίδια πολιτική ήττα της κυβέρνησης.
Η προσπάθεια να αποδοθεί η ήττα στους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι την άνοιξη αποθεώνονταν από την κυβέρνηση και όχι μόνο, για την υπεύθυνη στάση που είχαν επιδείξει στο πρώτο lockdown, ήταν εκ γενετής αποτυχημένη και δεν έπεισε κανέναν.
Όπως και η προσπάθεια να αποδοθεί η ευθύνη της άσχημης πορείας της υγειονομικής κρίσης στη χώρα μας στην ίδια την πανδημία, η οποία πλήττει συγχρόνως όλον τον κόσμο, ήταν ακόμη μια προσπάθεια απονενοημένη.
Πρώτα γιατί η θεωρία αυτή αποδομήθηκε εκ των έσω, από τον ίδιο τον αντιπρόεδρο της ΝΔ και υπουργό Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος απέδωσε την κακή εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα στο χωρίς ελέγχους άνοιγμα του τουρισμού το καλοκαίρι, καθώς και σε κακούς υπολογισμούς της κυβέρνησης στη συνέχεια.
Δεύτερον γιατί η κυβέρνηση γνώριζε ότι η χώρα θα δεχόταν κτύπημα από δεύτερο και ισχυρότερο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο. Και ενώ το ανέμενε, δεν έκανε όσα έπρεπε για να προετοιμαστεί, είτε θωρακίζοντας το Σύστημα Υγείας, είτε περιορίζοντας τη μετάδοση του ιού, μέσω του δραστικού ελέγχου των εστιών υπερμετάδοσης της νόσου, όπως τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, τα σχολεία, οι εκκλησίες και οι δημόσιοι χώροι μεγάλης συγκέντρωσης του πληθυσμού.
Και τρίτον γιατί για λόγους μη προετοιμασίας, μη θωράκισης του Συστήματος Υγείας, κακής πολιτικής που στηρίχθηκε στο «βλέποντας και κάνοντας», καθώς και λάθος χειρισμών, η Ελλάδα σήμερα είναι η χώρα της Ευρώπης που πλήττεται περισσότερο από την υγειονομική κρίση.
Οποιαδήποτε σύγκριση λοιπόν με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, προσκρούει σε αυτή την παραδοχή της πολύ χειρότερης πορείας της πανδημίας στη χώρα μας από το καλοκαίρι και μετά, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η ήττα της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα σε βαθιά υγειονομική και σε δύσκολα αναστρέψιμη οικονομική κρίση, έπρεπε να… ξεπλυθεί με μια επιτυχία. Η ατζέντα έπρεπε να αλλάξει, προκειμένου η ήττα να μην επηρεάσει τη δημοφιλία της κυβέρνησης, που είναι και ο μοναδικός της καημός.
Έτσι, επιστρατεύθηκε η παλιά καλή συνταγή της Δεξιάς, στην οποία ανέκαθεν καταφεύγει, κάθε φορά που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο.
Το δόγμα «νόμος και τάξη» βγήκε από τα συρτάρια του πρωθυπουργού, ο οποίος με αφορμή ένα εγκληματικής φύσεως περιστατικό με τον Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου, το οποίο θα μπορούσε να έχει συμβεί οπουδήποτε και εκτός πανεπιστημίου, μια και το άσυλο εδώ και ένα χρόνο έχει καταργηθεί, επιδίωξε να αλλάξει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης.
Πρότεινε λοιπόν θριαμβευτικά την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, η οποία θα εδρεύει εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ως την κορυφαία προτεραιότητα εν μέσω πανδημίας.
Αυτή ήταν η δεύτερη ήττα της κυβέρνησης. Γιατί η πρόταση του πρωθυπουργού για επιβολή αστυνομοκρατίας με ειδικά σώματα ασφαλείας στα πανεπιστήμια, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω παραμένουν από την αρχή της πανδημίας κλειστά και σε συνθήκες εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, σκόνταψε στη Σύνοδο των Πρυτάνεων, η οποία και την απέρριψε.
Οι Πρυτάνεις των ελληνικών πανεπιστημίων, γνωρίζοντας καλά τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που μαστίζουν τα πανεπιστήμια, τις ελλείψεις προσωπικού και τις τεράστιες λειτουργικές ανάγκες, θεώρησαν επιεικώς μη χρήσιμη την πρόταση του πρωθυπουργού και επιφυλάχθηκαν να υποβάλουν προτάσεις, το κάθε πανεπιστήμιο χωριστά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες του.
Η κυβέρνηση μετά και τη δεύτερη ήττα και αναζητώντας με απόγνωση μια επιτυχία, έστω και κατασκευασμένη, είδε στον εορτασμό της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου την ιδανική ευκαιρία. Η εφαρμογή του δόγματος «νόμος και τάξη», ενόψει των μαζικών εκδηλώσεων που κάθε χρόνο οργανώνει η Αριστερά και η εφαρμογή του ειδικά φέτος με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας, της έδινε μια χρυσή ευκαιρία.
Προχώρησε λοιπόν σε μια πρωτοφανώς αντιδημοκρατική και καταφανώς χουντικής προέλευσης απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των 4 ατόμων, ειδικά για τις μέρες του Πολυτεχνείου, που μας ξαναγύρισε πολλές δεκαετίες πίσω, σε εποχές αλήστου μνήμης.
Στην προσπάθειά της όμως η κυβέρνηση να παγιδέψει την αντιπολίτευση, κατάφερε το ακατόρθωτο. Πέτυχε να κινητοποιήσει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της αριστερής αντιπολίτευσης, ενώνοντας, για πρώτη φορά, τα τρία κόμματα, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΜΕΡΑ25, σε ένα ευρύ αντι-δεξιό μπλοκ. Δίνοντας με τον τρόπο αυτόν οριστικό τέλος στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που η ΝΔ είχε τόσο επιμελώς οικοδομήσει.
Αυτή ήταν η τρίτη διαδοχική ήττα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Όπως λένε όμως, «ενός κακού, μύρια έπονται». Η συνετή και προσεκτική στάση των κομμάτων της Αριστεράς, τα οποία, παρά την απαγόρευση, προχώρησαν σε εκδηλώσεις για τη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τηρώντας όμως με ευλάβεια τα υγειονομικά πρωτόκολλα, έφεραν την κυβέρνηση σε αδιέξοδο.
Η οποία, μη μπορώντας να υπερασπιστεί την ακραία απόφαση που η ίδια έλαβε να απαγορεύσει τις συναθροίσεις, επέτρεψε στην πράξη τις εκδηλώσεις, όπως επέτρεψε και την κατάθεση στεφάνου εκ μέρους του πρωθυπουργού και της προέδρου της Δημοκρατίας, με συμμετοχή, προφανώς, περισσότερων των 4 ατόμων. Καταστρατηγώντας έτσι την απόφαση που η ίδια είχε πάρει.
Στη συνέχεια όμως, μη μπορώντας να αντισταθεί στο δόγμα της καταστολής, στο όνομα του οποίου έστησε άλλωστε όλο το σκηνικό, προχώρησε στη χρήση ακατανόητης βίας και προσαγωγών.
Η εικόνα στις τηλεοράσεις μιας οικογένειας, ενός πατέρα, μιας μητέρας και ενός παιδιού, να δέρνονται πριν προσαχθούν από την αστυνομία, με αποτέλεσμα ο πατέρας να υποστεί καρδιακή προσβολή και να νοσηλεύεται, μόνο κολακευτική δεν είναι για την κυβέρνηση. Και βέβαια δεν κερδίζεις τους λεγόμενους νοικοκυραίους, τη στιγμή που πλήττονται από την πανδημία και συγχρόνως και από την οικονομική κρίση, παρουσιάζοντας την εικόνα μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας να πέφτει θύμα της αστυνομικής βίας.
Δεν είναι η ελληνική οικογένεια ο… μπαμπούλας που η κυβέρνηση ήθελε να κατατροπώσει, περνώντας το μήνυμα της επιτυχίας σε ένα σκηνικό βίας που η ίδια έστησε.
Η κυβέρνηση έπεσε η ίδια στην παγίδα που έστησε στην αντιπολίτευση. Διότι επέβαλε μια αδικαιολόγητα αυστηρή απαγόρευση, την οποία στη συνέχεια η ίδια αναγκάστηκε στην πράξη να ακυρώσει. Για να καταλήξει στο γνωστό μοτίβο της καταστολής, με θύματα όμως όχι τρομοκράτες ή μπαχαλάκηδες, αλλά αυτή τη φορά κανονικούς οικογενειάρχες.
Και αυτή ήταν η τέταρτη και πιο βαριά ήττα της κυβέρνησης. Γιατί όχι μόνο δεν της βγήκε η απόπειρα αλλαγής ατζέντας, αλλά διότι ηττήθηκε και στο σκηνικό της καταστολής που η ίδια έστησε για να βγει από τη δύσκολη θέση.
Η επόμενη μέρα βρίσκει την κυβέρνηση πολλαπλά ηττημένη. Και το χειρότερο, την βρίσκει και πάλι αντιμέτωπη με τις συνέπειες των δικών της πράξεων και παραλείψεων, με χιλιάδες κρούσματα και δεκάδες θανάτους καθημερινά, με 446 συμπολίτες μας διασωληνωμένους, με τα νοσοκομεία να μην έχουν πια ούτε κρεβάτια, ούτε ΜΕΘ για να νοσηλεύσουν τους ασθενείς. Με τους πολίτες έγκλειστους και την οικονομία παγωμένη και στο χείλος του γκρεμού.
Λένε ότι κανείς όπως έστρωσε, έτσι θα κοιμηθεί. Το κακό στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη έστρωσε, είμαστε όλοι εμείς σήμερα που κοιμόμαστε έναν άσχημο ύπνο, γεμάτο εφιάλτες…
Ο πρωθυπουργός κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ότι η επιλογή του γενικού lockdown είναι καταστροφική για την ελληνική οικονομία, αλλά και για την ελληνική κοινωνία θα προσθέταμε εμείς. Και γι’ αυτό η κυβέρνηση δήλωνε σε όλους τους τόνους ότι αυτό το ενδεχόμενο έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι η κυβέρνηση γνώριζε τις καταστροφικές συνέπειες μιας δεύτερης γενικής και καθολικής απαγόρευσης στη χώρα και παρότι απέφευγε το lockdown σαν τον διάβολο το λιβάνι, εντούτοις δεν μπόρεσε να το αποφύγει.
Οι πράξεις και οι παραλήψεις της, την οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια σε αυτό ακριβώς που απέφευγε. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη και ταυτόχρονα ομολογημένη από την ίδια πολιτική ήττα της κυβέρνησης.
Η προσπάθεια να αποδοθεί η ήττα στους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι την άνοιξη αποθεώνονταν από την κυβέρνηση και όχι μόνο, για την υπεύθυνη στάση που είχαν επιδείξει στο πρώτο lockdown, ήταν εκ γενετής αποτυχημένη και δεν έπεισε κανέναν.
Όπως και η προσπάθεια να αποδοθεί η ευθύνη της άσχημης πορείας της υγειονομικής κρίσης στη χώρα μας στην ίδια την πανδημία, η οποία πλήττει συγχρόνως όλον τον κόσμο, ήταν ακόμη μια προσπάθεια απονενοημένη.
Πρώτα γιατί η θεωρία αυτή αποδομήθηκε εκ των έσω, από τον ίδιο τον αντιπρόεδρο της ΝΔ και υπουργό Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος απέδωσε την κακή εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα στο χωρίς ελέγχους άνοιγμα του τουρισμού το καλοκαίρι, καθώς και σε κακούς υπολογισμούς της κυβέρνησης στη συνέχεια.
Δεύτερον γιατί η κυβέρνηση γνώριζε ότι η χώρα θα δεχόταν κτύπημα από δεύτερο και ισχυρότερο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο. Και ενώ το ανέμενε, δεν έκανε όσα έπρεπε για να προετοιμαστεί, είτε θωρακίζοντας το Σύστημα Υγείας, είτε περιορίζοντας τη μετάδοση του ιού, μέσω του δραστικού ελέγχου των εστιών υπερμετάδοσης της νόσου, όπως τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, τα σχολεία, οι εκκλησίες και οι δημόσιοι χώροι μεγάλης συγκέντρωσης του πληθυσμού.
Και τρίτον γιατί για λόγους μη προετοιμασίας, μη θωράκισης του Συστήματος Υγείας, κακής πολιτικής που στηρίχθηκε στο «βλέποντας και κάνοντας», καθώς και λάθος χειρισμών, η Ελλάδα σήμερα είναι η χώρα της Ευρώπης που πλήττεται περισσότερο από την υγειονομική κρίση.
Οποιαδήποτε σύγκριση λοιπόν με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, προσκρούει σε αυτή την παραδοχή της πολύ χειρότερης πορείας της πανδημίας στη χώρα μας από το καλοκαίρι και μετά, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η ήττα της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα σε βαθιά υγειονομική και σε δύσκολα αναστρέψιμη οικονομική κρίση, έπρεπε να… ξεπλυθεί με μια επιτυχία. Η ατζέντα έπρεπε να αλλάξει, προκειμένου η ήττα να μην επηρεάσει τη δημοφιλία της κυβέρνησης, που είναι και ο μοναδικός της καημός.
Έτσι, επιστρατεύθηκε η παλιά καλή συνταγή της Δεξιάς, στην οποία ανέκαθεν καταφεύγει, κάθε φορά που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο.
Το δόγμα «νόμος και τάξη» βγήκε από τα συρτάρια του πρωθυπουργού, ο οποίος με αφορμή ένα εγκληματικής φύσεως περιστατικό με τον Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου, το οποίο θα μπορούσε να έχει συμβεί οπουδήποτε και εκτός πανεπιστημίου, μια και το άσυλο εδώ και ένα χρόνο έχει καταργηθεί, επιδίωξε να αλλάξει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης.
Πρότεινε λοιπόν θριαμβευτικά την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, η οποία θα εδρεύει εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ως την κορυφαία προτεραιότητα εν μέσω πανδημίας.
Αυτή ήταν η δεύτερη ήττα της κυβέρνησης. Γιατί η πρόταση του πρωθυπουργού για επιβολή αστυνομοκρατίας με ειδικά σώματα ασφαλείας στα πανεπιστήμια, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω παραμένουν από την αρχή της πανδημίας κλειστά και σε συνθήκες εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, σκόνταψε στη Σύνοδο των Πρυτάνεων, η οποία και την απέρριψε.
Οι Πρυτάνεις των ελληνικών πανεπιστημίων, γνωρίζοντας καλά τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που μαστίζουν τα πανεπιστήμια, τις ελλείψεις προσωπικού και τις τεράστιες λειτουργικές ανάγκες, θεώρησαν επιεικώς μη χρήσιμη την πρόταση του πρωθυπουργού και επιφυλάχθηκαν να υποβάλουν προτάσεις, το κάθε πανεπιστήμιο χωριστά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες του.
Η κυβέρνηση μετά και τη δεύτερη ήττα και αναζητώντας με απόγνωση μια επιτυχία, έστω και κατασκευασμένη, είδε στον εορτασμό της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου την ιδανική ευκαιρία. Η εφαρμογή του δόγματος «νόμος και τάξη», ενόψει των μαζικών εκδηλώσεων που κάθε χρόνο οργανώνει η Αριστερά και η εφαρμογή του ειδικά φέτος με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας, της έδινε μια χρυσή ευκαιρία.
Προχώρησε λοιπόν σε μια πρωτοφανώς αντιδημοκρατική και καταφανώς χουντικής προέλευσης απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των 4 ατόμων, ειδικά για τις μέρες του Πολυτεχνείου, που μας ξαναγύρισε πολλές δεκαετίες πίσω, σε εποχές αλήστου μνήμης.
Στην προσπάθειά της όμως η κυβέρνηση να παγιδέψει την αντιπολίτευση, κατάφερε το ακατόρθωτο. Πέτυχε να κινητοποιήσει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της αριστερής αντιπολίτευσης, ενώνοντας, για πρώτη φορά, τα τρία κόμματα, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΜΕΡΑ25, σε ένα ευρύ αντι-δεξιό μπλοκ. Δίνοντας με τον τρόπο αυτόν οριστικό τέλος στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που η ΝΔ είχε τόσο επιμελώς οικοδομήσει.
Αυτή ήταν η τρίτη διαδοχική ήττα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Όπως λένε όμως, «ενός κακού, μύρια έπονται». Η συνετή και προσεκτική στάση των κομμάτων της Αριστεράς, τα οποία, παρά την απαγόρευση, προχώρησαν σε εκδηλώσεις για τη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τηρώντας όμως με ευλάβεια τα υγειονομικά πρωτόκολλα, έφεραν την κυβέρνηση σε αδιέξοδο.
Η οποία, μη μπορώντας να υπερασπιστεί την ακραία απόφαση που η ίδια έλαβε να απαγορεύσει τις συναθροίσεις, επέτρεψε στην πράξη τις εκδηλώσεις, όπως επέτρεψε και την κατάθεση στεφάνου εκ μέρους του πρωθυπουργού και της προέδρου της Δημοκρατίας, με συμμετοχή, προφανώς, περισσότερων των 4 ατόμων. Καταστρατηγώντας έτσι την απόφαση που η ίδια είχε πάρει.
Στη συνέχεια όμως, μη μπορώντας να αντισταθεί στο δόγμα της καταστολής, στο όνομα του οποίου έστησε άλλωστε όλο το σκηνικό, προχώρησε στη χρήση ακατανόητης βίας και προσαγωγών.
Η εικόνα στις τηλεοράσεις μιας οικογένειας, ενός πατέρα, μιας μητέρας και ενός παιδιού, να δέρνονται πριν προσαχθούν από την αστυνομία, με αποτέλεσμα ο πατέρας να υποστεί καρδιακή προσβολή και να νοσηλεύεται, μόνο κολακευτική δεν είναι για την κυβέρνηση. Και βέβαια δεν κερδίζεις τους λεγόμενους νοικοκυραίους, τη στιγμή που πλήττονται από την πανδημία και συγχρόνως και από την οικονομική κρίση, παρουσιάζοντας την εικόνα μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας να πέφτει θύμα της αστυνομικής βίας.
Δεν είναι η ελληνική οικογένεια ο… μπαμπούλας που η κυβέρνηση ήθελε να κατατροπώσει, περνώντας το μήνυμα της επιτυχίας σε ένα σκηνικό βίας που η ίδια έστησε.
Η κυβέρνηση έπεσε η ίδια στην παγίδα που έστησε στην αντιπολίτευση. Διότι επέβαλε μια αδικαιολόγητα αυστηρή απαγόρευση, την οποία στη συνέχεια η ίδια αναγκάστηκε στην πράξη να ακυρώσει. Για να καταλήξει στο γνωστό μοτίβο της καταστολής, με θύματα όμως όχι τρομοκράτες ή μπαχαλάκηδες, αλλά αυτή τη φορά κανονικούς οικογενειάρχες.
Και αυτή ήταν η τέταρτη και πιο βαριά ήττα της κυβέρνησης. Γιατί όχι μόνο δεν της βγήκε η απόπειρα αλλαγής ατζέντας, αλλά διότι ηττήθηκε και στο σκηνικό της καταστολής που η ίδια έστησε για να βγει από τη δύσκολη θέση.
Η επόμενη μέρα βρίσκει την κυβέρνηση πολλαπλά ηττημένη. Και το χειρότερο, την βρίσκει και πάλι αντιμέτωπη με τις συνέπειες των δικών της πράξεων και παραλείψεων, με χιλιάδες κρούσματα και δεκάδες θανάτους καθημερινά, με 446 συμπολίτες μας διασωληνωμένους, με τα νοσοκομεία να μην έχουν πια ούτε κρεβάτια, ούτε ΜΕΘ για να νοσηλεύσουν τους ασθενείς. Με τους πολίτες έγκλειστους και την οικονομία παγωμένη και στο χείλος του γκρεμού.
Λένε ότι κανείς όπως έστρωσε, έτσι θα κοιμηθεί. Το κακό στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη έστρωσε, είμαστε όλοι εμείς σήμερα που κοιμόμαστε έναν άσχημο ύπνο, γεμάτο εφιάλτες…
tvxs.gr