Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

«Στέφανος Στεφάνου, ένας από τους πολλούς της Ελληνικής αριστεράς».

Στον τόπο του το Σουφλί ο Εβρίτης αγωνιστής και διανοούμενος παρουσιάζει το βιβλίο του

Του Γιώργου Πανταζίδη

Την Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015, στις 19:00, στο Μουσείο Μετάξης του Γ. Τσακίρη, στο Σουφλί, ο Ηλίας Νικολακόπουλος, καθηγητής εκλογικής κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσιάζει το βιβλίο του Σουφλιώτη αγωνιστή και διανοούμενου ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ: «Στέφανος Στεφάνου, ένας από τους πολλούς της Ελληνικής αριστεράς».
Μετά την παρουσίαση ο συγγραφέας θα υπογράψει τα βιβλία.
Το βιβλίο «Στέφανος Στεφάνου. Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς 1941-1971», που κυκλοφορεί από το Θεμέλιο, είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση. Την κατέγραψε και την επιμελήθηκε, με γνώση και φροντίδα η ιστορικός Χριστίνα Αλεξοπούλου. Όσοι γνωρίζουν τον Στέφανο Στεφάνου θα αναγνωρίσουν στις σχεδόν 500 σελίδες του τόμου τα χαρίσματά του: την ορθοκρισία, την ευκρίνεια της σκέψης, τον συναισθηματικό πλούτο, το αφηγηματικό ταλέντο. Για όσους δεν τον γνωρίζουν ο τόμος είναι μια ευκαιρία να τον γνωρίσουν, μαζί με έναν ολόκληρο κόσμο αξιών και ιστοριών του ελληνικού αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. «Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς» επιγράφει το βιβλίο του ο ίδιος.

Έγραψε η «Εποχή»

Πριν τρία χρόνια η εβδομαδιαία εφημερίδα της Αριστεράς «Εποχή» είχε φιλοξενήσει συνέντευξη του Στέφανου Στεφάνου γράφοντας ότι ο είναι ένας αιώνια νέος αγωνιστής, ένας αμετανόητος κομμουνιστής που δηλώνει «απόμαχος της αριστεράς», ενώ ουσιαστικά αποτελεί ενεργό της μέλος στις ιδέες, τις απόψεις, την ιστορία της». Ο Στέφανος Στεφάνου αφιέρωσε τη ζωή του στη νεολαία, τον πολιτισμό, τον κομμουνισμό, τη δημοκρατία, τα κινήματα.
Η αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Στέφανος Στεφάνου. Ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς 1941-1971», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο με τη φροντίδα της ιστορικού Χριστίνας Αλεξοπούλου, αποτελεί ένα ταξίδι στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς όπως το αφηγείται ο Στέφανος. Οι άνθρωποι της «Εποχής», ζήτησαν από την κόρη του να γράψει για το βιβλίο του πατέρα της και να του το κρατήσει μυστικό μέχρι να το δει δημοσιευμένο στην «Εποχή».

«Δεν ξέρω πού έκρυβες τις δυσκολίες σου» (Της Κατερίνας Στεφάνου)

«Δύσκολο να μιλήσεις για τους γονείς σου, γιατί αναπόφευκτα μιλάς για τη ζωή σου. Και δεν είναι σωστό να σου ζητούν κείμενο για τον πατέρα σου και να περιαυτολογείς. Πέρασα ένα εικοσιτετράωρο με αυτόν τον προβληματισμό για να πω να χαλαρώσω και να αποδεχθώ ότι ακόμα κι αν μιλήσω για τον εαυτό μου ουσιαστικά θα μιλώ για τους γονείς μου και για όσους ως περιβάλλον με διαμόρφωσαν όπως είμαι σήμερα.
Αν είναι λοιπόν από κάπου να ξεκινήσω θα είναι από τον πολύ κόσμο που βρισκόταν σχεδόν πάντα στο σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη, στην Πελοποννήσου 4, είτε ως φιλοξενούμενοι είτε ως συνεδριάζοντες. Οι πρώτοι κάπου έπρεπε να μείνουν όταν κατέβαιναν στη Θεσσαλονίκη για γιατρούς ή για κομματική δουλειά. Οι δεύτεροι μέσα σε πυκνά σύννεφα καπνού έφτιαχναν τον κόσμο την εποχή που η ΕΔΑ και οι Λαμπράκηδες είχαν τη δύναμη να φτιάχνουν τον κόσμο.

Εμείς και οι άλλοι

Μετά, ήταν η απουσία των τεσσάρων χρόνων, τα ταξίδια για επισκεπτήριο, στη Λέρο, οι φτώχειες μας, τα σκουριασμένα καράβια, «Μιαούλης» θυμάμαι ένας από τους σκυλοπνίχτες, στοιβαγμένα τα γυναικόπαιδα στο αμπάρι, όλοι μαζί πάνω σε κουβέρτες, μαζί και τα παιδιά που επρόκειτο να παραδοθούν στο άσυλο ανιάτων της Λέρου. Μάλλον αυτή ήταν η πρώτη επαφή με την πραγματικότητα. Και τα επισκεπτήρια στους αγρούς και τα χωράφια, τα αποσπασματικά παιχνίδια με τους εξόριστους γονείς μας που προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την επαφή με τα παιδιά τους, όπως και με τις γυναίκες τους, που τις φιλούσαν αχόρταγα για να κερδίσουν κάτι από τη γλύκα τους. Κι ύστερα πίσω πάλι, φτηνό φαγητό σε εστιατόρια για ταξιδιώτες, μέχρι να φτάσουμε ξανά στην εστία μας στη Θεσσαλονίκη για να ξαναρχίσουν τα γράμματα, τα δέματα και η άοκνη προσπάθεια των μανάδων μας να μην μας αφήσουν στιγμή να αμφισβητήσουμε ότι για όλα αυτά δεν υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος.
Ήμασταν εμείς και οι άλλοι. Εμείς οι περίεργα κολοβωμένες οικογένειες, εμείς τα παιδιά που δεν είχαμε όλα όσα κανονικά έχει ένα παιδί, εμείς που συνωμοτούσαμε μεταξύ μας γιατί το ξέραμε πως γνωρίζουμε κάτι περισσότερο από τους συνομήλικούς μας. Και που δεν έπρεπε να τραβάμε την προσοχή, καλύτερα να μην ασχολούνται οι άλλοι μαζί μας, γιατί αυτό σπάνια βγαίνει σε καλό. Η εικόνα μου ήταν πως όλοι οι άνθρωποι έχουν παντού φίλους, πως όπου κι αν βρεθείς έχεις «δικούς σου ανθρώπους», αλλά αυτό ήταν απλώς μία από τις ευλογίες του να είσαι αριστερός και να είσαι διαφορετικός σε καιρούς χαλεπούς.
Μετά από τη Λέρο ο πατέρας μου μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να εγχειριστεί. Είχαμε κι εμείς στο μεταξύ μετακομίσει στου Γκύζη. Δύσκολα συμμεριζόμουν τη χαρά της μάνας μου, να βάλουμε τα καλά μας και να πάμε να στηθούμε απέναντι από το παράθυρο του νοσοκομείου, εδώ στη γειτονιά μας στον Άγιο Σάββα για να τον δούμε και να του γνέφουμε από το πεζοδρόμιο. Και μετά από λίγο απολύθηκε. Ένας ξένος μέσα στο σπίτι, τα χαρτιά και τα κρεβάτια έπρεπε να ξαναμοιραστούν μέσα στην οικογένεια. Δεν ένιωθα την ίδια χαρά με τις υπόλοιπες, όλη μου η οικογένεια ήταν γυναίκες, οι άντρες «έλειπαν». Με έστειλε να του πάρω ξυραφάκια από το μπακάλικο και έκλαιγα στις σκάλες γιατί μου φάνηκε ιδιαίτερα θρασύ να μου ζητά κάτι κάποιος που δεν μου έδωσε.

Χωρίς αμφισβητήσεις

Μετά άρχισε να δουλεύει στο μικρό εκείνο δωμάτιο που έχουν τα παλιά αθηναϊκά σπίτια και κάποτε στέγαζε τις υπηρέτριες και μετά έπαιζε τον ρόλο της αποθήκης. Εκεί όπου το μόνο που χωρούσε ήταν ένα τραπέζι με τα χαρτιά απλωμένα, τα λεξικά, τα χρωματιστά μολύβια, και τα τσιγάρα, και τα αμέτρητα αποτσίγαρα. Εκεί αρχίσαμε πια να γνωριζόμαστε.
Χρόνια μετά, σχεδόν πρόσφατα δηλαδή, μου εμπιστεύθηκε την ανησυχία του. Αν είχα λέει παράπονο για τα παιδικά μου χρόνια, αν στερήθηκα, αν αισθανόμουν μειονεκτικά. Λάθος πατέρα, λάθος ερώτηση. Η ζωή μου, η ζωή της οικογένειάς μας, η ζωή των αριστερών ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσα δεν γεννούσε ποτέ ερωτηματικά. Δεν άφηνε περιθώρια να αμφισβητήσεις τις επιλογές των μεγάλων, δεν σε καθιστούσε ποτέ δυστυχή. Είχατε έναν τρόπο να μεταδίδετε τη σιγουριά σας για όσα συνέβαιναν, να είμαστε εμείς οι καλοί και οι άλλοι να έχουν το άδικο, εμείς να θέλουμε το κοινό καλό κι εκείνοι να κυνηγούν την εξουσία, κι έτσι δεν υπήρχαν ρωγμές, δεν υπήρχε παράπονο και αίσθημα μειονεξίας. Για ό,τι έλειπε υπήρχε ένας λόγος, ικανός να το αντισταθμίσει. Δεν μας έλειψαν ούτε τα παιχνίδια ούτε τα ρούχα. Δεν μας έλειψε τίποτα. Κρατάγαμε τις αλήθειες σας στα χέρια μας και φέγγαμε σε όποιον είχε την ανάγκη μας. Κι αν κάτι πράγματι ζήλεψα στα άλλα παιδιά ήταν εκείνο το μικρό λεξικό τσέπης που μας συνέστησε η δασκάλα να αγοράσουμε στη δευτέρα δημοτικού. Που έμοιαζε περισσότερο με παιχνίδι παρά με χρηστικό αντικείμενο. Αλλά από τότε ξεφυλλίσαμε τόσα λεξικά και μοιραστήκαμε μαζί τόσες λέξεις που το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να χαμογελώ για το λεξικό που δεν απόχτησα.
Και είναι και το άλλο. Στη ζωή μου δεν σε είδα ποτέ σε δίλημμα. Δεν ξέρω πού τις έκρυβες τις δυσκολίες σου, δεν ξέρω πώς αντιμετώπιζες τις κακοτοπιές, αλλά σε μένα δεν έφταναν ούτε τα απομάμαλα της αγωνίας σου. Αυτή τη σιγουριά θα ήθελα να έχω στη ζωή μου, να μην είχα βασανιστεί για το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Αυτό έμοιαζες πάντα, αυτό εξέπεμπες, κι αν ήταν κάτι που σου ζήλεψα αυτό ήταν».