Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Τελεσίγραφο τευτλοπαραγωγών στην ΕΒΖ για την πληρωμή τους

Αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε κατάληψη των κεντρικών γραφείων της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ), κινώντας παράλληλα τις απαραίτητες νομικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους, είναι οι τευτλοπαραγωγοί, αν δεν έχουν μια ξεκάθαρη απάντηση έως τις 12 Ιανουαρίου, όπως τονίζουν, για το πότε θα πληρωθούν το υπόλοιπο 80% της ποσότητας των τεύτλων που παρέδωσαν στην εταιρεία. «Μας δώσανε ψίχουλα, ήτοι 2 εκατ. ευρώ, -εκκρεμούν άλλα 8 εκατ. ευρώ- και μας εμπαίζουν» δήλωσε στο ΑΜΠΕ ο πρόεδρος τευτλοκαλλιεργητών Κεντρικής Μακεδονίας, Παύλος Μπογιαννίδης. «Είμαστε αποφασισμένοι να μην καλλιεργήσουμε ξανά τεύτλα, εάν στα συμβόλαια που θα υπογράψουμε δεν μας παρέχεται εγγράφως εγγύηση πληρωμών» πρόσθεσε. «Οι τευτλοκαλλιεργητές έχουν κουραστεί κάθε χρόνο να παρακαλούν για να πληρωθούν, αλλά και να προχωρούν σε κινητοποιήσεις διεκδικώντας τα αυτονόητα» τόνισε.
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι οι τευτλοκαλλιεργητές είχαν προχωρήσει σε κατάληψη των κεντρικών γραφείων της εταιρείας για περισσότερες από 20 ημέρες. Μεταξύ άλλων, ο κ. Μπογιαννίδης ανέφερε ότι οι τευτλοπαραγωγοί έχουν ζητήσει συνάντηση με την πολιτική ηγεσία των Υπουργείων Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης, προκειμένου να τεθούν επί τάπητος ζητήματα που αφορούν όχι μόνο την πληρωμή τους, αλλά το μέλλον της τευτλοκαλλιέργειας στη χώρα μας και της εταιρείας ειδικότερα.
Στη συνάντηση, που έγινε στα γραφεία της ΕΒΖ, συμμετείχαν εκπρόσωποι τευτλοπαραγωγών από την Ορεστιάδα, τις Σέρρες, το Πλατύ Ημαθίας, τη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Από τη μεριά της, η διοίκηση της εταιρείας, σύμφωνα με τον κ. Μπογιαννίδη, χαρακτήρισε «κόκκινη γραμμή» την ημερομηνία της 31ης Ιανουαρίου, όχι μόνο για την πληρωμή των παραγωγών, αλλά και για την ίδια την εταιρεία, καθώς μέχρι τότε θα πρέπει να έχουν ληφθεί οι σχετικές αποφάσεις, γιατί διακυβεύεται και η βιωσιμότητα της ΕΒΖ.
Ο συνολικός αριθμός των τευτλοπαραγωγών το 2015 ανερχόταν σε 1.200 (λιγότεροι κατά 800 συγκριτικά με πρόπερσι και έναντι των 8.000 που υπήρχαν τα παλαιότερα χρόνια), ενώ η παραγωγή διαμορφώθηκε στους 4,5-5 τόνους.