Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

«Δε φύγαμε γιατί το θέλαμε»

Στους τοπικούς «άρχοντες», οι οποίοι σχολιάζουν την παρεχόμενη βοήθεια προς τους ξένους πρόσφυγες και μετανάστες εν αντιθέσει προς τους εντόπιους αναξιοπαθούντες συμπολίτες θα μπορούσε κάποιος να πει πολλά για να πάψουν να συγκρίνουν αστόχαστα συνθήκες πολέμου, συμμετρικού ή ασύμμετρου, που εξακολουθεί να μαίνεται στις χώρες προέλευσης. Θα μπορούσε επίσης κάποιος να επισημάνει τους κίνδυνους δαιμονοποίησης και κοινωνικού αυτοματισμού που πυροδοτούν ανάλογου ύφους δηλώσεις τους.Επειδή, όμως, ως γνωστόν η Τέχνη προηγείται της ζωής η καλύτερη απάντηση δίνεται με τους παρακάτω στίχους από το Ποίημα του Μπ. Μπρεχτ, εκείνου του σπουδαίου Γερμανού συγγραφέα, που το έγραψε το 1937, όταν ζούσε αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία, κυνηγημένος από τους χιτλερικούς:
«Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
"Μετανάστες"
Θα πει, κείνοι που άφησαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.
Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία»

Ογδόντα χρόνια μετά κι όμως μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα…

Σ.Μ.