Της Νατάσας Γκαρά
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Πηγαίναμε στο Δημοτικό. Στο σχολείο οι δάσκαλοι μας είπαν ότι σε λίγες μέρες στην πόλη μας θα φιλοξενήσουμε παιδάκια από τη Σερβία, τα «Σερβάκια». Θα μένανε στα σπίτια μας και θα ερχόταν και στο σχολείο μας. Τα παιδάκια ερχόταν στην Ορεστιάδα γιατί στην πατρίδα τους έχουν πόλεμο, μας είπαν. Πόλεμος. Και τι είναι ο πόλεμος;Τα «Σερβάκια» ήρθαν και όντως μένανε στα σπίτια συμμαθητών μου. Ένα σε κάθε σπίτι. Μία μέρα ήρθαν στο σχολείο. Τους καλωσορίσαμε το πρωί και μπήκαν στην τάξη. Είχαμε απορίες. Μικρά - μεγάλα, όλα στην Α’ τάξη. Στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Ορεστιάδας στο ισόγειο του νέου κτηρίου τότε. Την πρώτη μέρα ήταν φοβισμένα και απορημένα. Δεν ήξεραν ελληνικά, δεν ξέραμε σέρβικα. Άντε να συνεννοηθείς. Λίγα αγγλικά και νοήματα. Τα απαραίτητα.
Στη σχολική αυλή η μπάλα και το σκοινάκι δώσανε τη λύση. Πάντα η μπάλα δίνει λύση. Και ξεκινήσαμε το παιχνίδι, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι και ο καθένας στην τάξη του. Όταν κάποιος συμμαθητής μας δεν έπαιζε γιατί δεν ήθελε τους «ξένους», δεν τον παίζαμε. Σε 10 λεπτά επέστρεφε και έπαιζε μαζί μας. Σιγά μη χάσει κανείς το παιχνίδι, επειδή θα παίξουν κι άλλα παιδάκια μαζί μας. Άλλωστε, αυτά τα θέματα τα παιδιά τα λύνουν με συνοπτικές και εύκολες διαδικασίες.
Δεν ξέραμε τη γλώσσα, αλλά ζωγραφίζαμε. Πρέπει να ήταν η πρώτη (και μοναδική) φορά που έκανα τόσες ζωγραφιές. «Έχεις σπίτι;». Πέτρες ζωγραφισμένες. «Η μαμά ο μπαμπάς;» Βόμβες ζωγραφισμένες. Μαύρα χρώματα. Φοβισμένα πρόσωπα. Αλλά η μπάλα και η ζωγραφιά έδινε τη λύση.
Το σχολείο τελείωνε το μεσημέρι και περνώντας οι μέρες παίζαμε και στην πλατεία. Με τα «Σερβάκια» μαζί. Ήμαστε φίλοι. Τους μαθαίναμε παιχνίδια και μας μάθαιναν κι αυτά. Ατέλειωτες ώρες. Και ζωγραφιές, πολλές ζωγραφιές. Οι δάσκαλοι, οι γονείς, ο Δήμος, δεν ξέρω ποιος ακριβώς, διοργάνωναν γιορτούλες. Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς. «Τα παιδιά πρέπει να είναι χαρούμενα», έλεγε η δασκάλα μου. «Όλα τα παιδιά πρέπει να είναι χαρούμενα».
Μερικά βράδια οι γονείς που φιλοξενούσαν τα «Σερβάκια» κατά παρέες μας βγάζανε για πίτσα ή παγωτό και μετά ατέλειωτο παιχνίδι. Μετά το σχολείο κλέβαμε λίγη ώρα πριν πάμε σπίτι, πάλι για παιχνίδι και βόλτες. Βέβαια, όσοι δεν φιλοξενούσαμε παιδάκια στο σπίτι μας, ζηλεύαμε τους συμμαθητές μας, γιατί αυτοί θα είχαν παρέα και στο σπίτι. Και… στις 6.00 μ.μ. ραντεβού και πάλι στην πλατεία της Ορεστιάδας. Οι φίλοι μου, η Βάσω και ο Αλέξανδρος φιλοξενούσαν δύο αδερφάκια. Πόσο ζήλευα… είχαν πάντα παρέα και μεγάλη. Και πόσο χαιρόμουν μετά όταν βρισκόμασταν.
Μία μέρα κάναμε βόλτα στην πόλη με 3 φίλους από τη Σερβία. Περάσαμε από το σπίτι της γιαγιάς. Της Τασούλας της Καραγατσιανής. Έβγαλε βυσσινάδα και γλυκό σύκο. Το σίγουρο τρατάρισμα στο σπίτι της γιαγιάς. Της είπα ότι είναι φίλοι μου από τη Σερβία κι επειδή έχουν πόλεμο ήρθαν στην πόλη μας και παίζουμε. «Τι είναι πόλεμος γιαγιά;» Η γιαγιά με δάκρυα στα μάτια μονολογούσε: «παιδί μου, εμείς ξέρουμε από πόλεμο, ξέρουμε από προσφυγιά και καταστροφή. Μωρό ήμουν. Έχασα τη μανούλα μου όταν έπεσε το κανόνι στο σπίτι μας. Ξέρουμε παιδί μου από προσφυγιά». Πάντα το έλεγε και έκλεγε η γιαγιά όταν σκεφτόταν το Κάραγατς ή τη μανούλα της. Δεν την έζησε. Πόλεμος. Πήραμε το τριαντάφυλλό μας και φύγαμε. Ήταν το δώρο της γιαγιάς σε κάθε επισκέπτη από τον πιο όμορφο κήπο.
Μία μέρα στο σχολείο βγήκαμε όλα τα παιδιά στην αυλή. Οι δάσκαλοι είχαν ετοιμάσει ένα γαϊτανάκι. Το γνωστό παιχνίδι με τον κύκλο και τις κορδέλες. Στα μεγάφωνα έπαιζε το γνωστό τραγούδι «Αν όλα τα παιδιά της γης πιάναν γερά τα χέρια…» και ο κύκλος μας γινότανε πολύ πολύ μεγάλος… Νομίζω πως όταν κάναμε βόλτες, όταν κάναμε αγώνες με τα ποδήλατα που μοιραζόμασταν, όταν κάναμε κουτσό, σκοινάκι και παίζαμε ποδόσφαιρο και κυνηγητό, δε μας ένοιαζε από πού ήρθαν, τι γλώσσα μιλάνε και πού πιστεύουν. Δεν υπήρχαν σύνορα για μας. Ήταν παιδιά, ήταν οι καινούργιοι φίλοι μας.
Μπορεί στα παιδικά μου μάτια να φάνταζαν όλα σαν γιορτή. Άλλωστε τι θέλαμε εμείς; Φίλους για παιχνίδι. Και ξέραμε ότι τα παιδιά «πρέπει να είναι χαρούμενα». Όλα τα παιδιά. Ήρθε η μέρα που φύγανε. Η πλατεία άδειασε, η παρέα μας έσπασε. Κάτι έλειπε.
Πήραμε όμως ένα μεγάλο μάθημα. Τα παιδιά είναι παιδιά. Δεν τους χωρίζει τίποτα. Δεν υπάρχει ξένος σε αυτή τη γη. Και οι άνθρωποι. Δεν τους χωρίζει κάτι, παρά μόνο το μίσος. Και ο πόλεμος. Αυτός που διώχνει τους ανθρώπους από τα σπίτια τους και κάνει τα παιδικά πρόσωπα φοβισμένα. Εμείς είχαμε Ειρήνη στην πατρίδα μας. Νιώθαμε τυχεροί για την Ειρήνη.
Στο παιδικό μου μυαλό και στην παιδική μου μνήμη, στην πόλη είχαμε γιορτή. Η Ορεστιάδα μας ήταν μια αγκαλιά για τα προσφυγόπουλα από τη Σερβία. Ήταν μπροστά οι γονείς μας, οι δάσκαλοι, οι «επίσημοι». Δεν ήταν ξένοι. Ήταν τα «Σερβάκια». Ήταν φίλοι μας. Και κάναμε ότι καλύτερο μπορούσαμε για να είναι χαρούμενα. Για να είμαστε και μεις χαρούμενοι. Και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Μας δώσανε μάθημα κι εφόδια για μια ζωή.
Τι άλλαξε άραγε; Ξεχάσαμε; Ξεχάσαμε την ιστορία μας; Ξεχάσαμε την αγκαλιά στα «Σερβάκια»; Αλλοτριωθήκαμε από φόβο, από μίσος, από άγνοια; Βλέπω συνομήλικους μου, που τότε στην ίδια αυλή, στο ίδιο σχολείο, στην ίδια πλατεία παίζαμε ΜΑΖΙ, και τώρα είναι επιφυλακτικοί με οτιδήποτε φαντάζει «ξένο». Τι άλλαξε;
Θυμάμαι την πρόγιαγιά μου. Δε χόρευε και δεν τραγουδούσε ποτέ. Πάντα καθισμένη στα σκαλιά της αυλής μοιρολογούσε κι έκλεγε. Μοιρολογούσε κι έκλεγε στα γκαγκαβούζικα για την προσφυγιά, για τα δεινά, για την πατρίδα… Τα τραγούδια μας, η ιστορία μας, μιλούν για την προσφυγιά και τα τραγουδάμε με περηφάνια. Τι άλλαξε;
Την τελευταία μέρα ένα κοριτσάκι από τη Σερβία μου χάρισε μια ζωγραφιά. Με πολύ χαρούμενα χρώματα. Ένα σπίτι, έναν κήπο και μία μεγάλη καρδιά. Από κάτω έγραφε «ΕυχαριστΩ» με Ε και Ω κεφαλαίο… ελληνικά και ορθογραφημένα. Και με πολλή αγάπη γιατί η καρδιά ήταν κατακόκκινη…
Μία προσωπική αφήγηση για ένα μάθημα και μία εμπειρία που ζήσαμε πολλοί ΜΑΖΙ στην Ορεστιάδα… Αυτή είναι η δική μου πατρίδα...
Η Νατάσα Γκαρά είναι βουλευτής Έβρου του ΣΥΡΙΖΑ
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Πηγαίναμε στο Δημοτικό. Στο σχολείο οι δάσκαλοι μας είπαν ότι σε λίγες μέρες στην πόλη μας θα φιλοξενήσουμε παιδάκια από τη Σερβία, τα «Σερβάκια». Θα μένανε στα σπίτια μας και θα ερχόταν και στο σχολείο μας. Τα παιδάκια ερχόταν στην Ορεστιάδα γιατί στην πατρίδα τους έχουν πόλεμο, μας είπαν. Πόλεμος. Και τι είναι ο πόλεμος;Τα «Σερβάκια» ήρθαν και όντως μένανε στα σπίτια συμμαθητών μου. Ένα σε κάθε σπίτι. Μία μέρα ήρθαν στο σχολείο. Τους καλωσορίσαμε το πρωί και μπήκαν στην τάξη. Είχαμε απορίες. Μικρά - μεγάλα, όλα στην Α’ τάξη. Στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Ορεστιάδας στο ισόγειο του νέου κτηρίου τότε. Την πρώτη μέρα ήταν φοβισμένα και απορημένα. Δεν ήξεραν ελληνικά, δεν ξέραμε σέρβικα. Άντε να συνεννοηθείς. Λίγα αγγλικά και νοήματα. Τα απαραίτητα.
Στη σχολική αυλή η μπάλα και το σκοινάκι δώσανε τη λύση. Πάντα η μπάλα δίνει λύση. Και ξεκινήσαμε το παιχνίδι, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι και ο καθένας στην τάξη του. Όταν κάποιος συμμαθητής μας δεν έπαιζε γιατί δεν ήθελε τους «ξένους», δεν τον παίζαμε. Σε 10 λεπτά επέστρεφε και έπαιζε μαζί μας. Σιγά μη χάσει κανείς το παιχνίδι, επειδή θα παίξουν κι άλλα παιδάκια μαζί μας. Άλλωστε, αυτά τα θέματα τα παιδιά τα λύνουν με συνοπτικές και εύκολες διαδικασίες.
Δεν ξέραμε τη γλώσσα, αλλά ζωγραφίζαμε. Πρέπει να ήταν η πρώτη (και μοναδική) φορά που έκανα τόσες ζωγραφιές. «Έχεις σπίτι;». Πέτρες ζωγραφισμένες. «Η μαμά ο μπαμπάς;» Βόμβες ζωγραφισμένες. Μαύρα χρώματα. Φοβισμένα πρόσωπα. Αλλά η μπάλα και η ζωγραφιά έδινε τη λύση.
Το σχολείο τελείωνε το μεσημέρι και περνώντας οι μέρες παίζαμε και στην πλατεία. Με τα «Σερβάκια» μαζί. Ήμαστε φίλοι. Τους μαθαίναμε παιχνίδια και μας μάθαιναν κι αυτά. Ατέλειωτες ώρες. Και ζωγραφιές, πολλές ζωγραφιές. Οι δάσκαλοι, οι γονείς, ο Δήμος, δεν ξέρω ποιος ακριβώς, διοργάνωναν γιορτούλες. Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς. «Τα παιδιά πρέπει να είναι χαρούμενα», έλεγε η δασκάλα μου. «Όλα τα παιδιά πρέπει να είναι χαρούμενα».
Μερικά βράδια οι γονείς που φιλοξενούσαν τα «Σερβάκια» κατά παρέες μας βγάζανε για πίτσα ή παγωτό και μετά ατέλειωτο παιχνίδι. Μετά το σχολείο κλέβαμε λίγη ώρα πριν πάμε σπίτι, πάλι για παιχνίδι και βόλτες. Βέβαια, όσοι δεν φιλοξενούσαμε παιδάκια στο σπίτι μας, ζηλεύαμε τους συμμαθητές μας, γιατί αυτοί θα είχαν παρέα και στο σπίτι. Και… στις 6.00 μ.μ. ραντεβού και πάλι στην πλατεία της Ορεστιάδας. Οι φίλοι μου, η Βάσω και ο Αλέξανδρος φιλοξενούσαν δύο αδερφάκια. Πόσο ζήλευα… είχαν πάντα παρέα και μεγάλη. Και πόσο χαιρόμουν μετά όταν βρισκόμασταν.
Μία μέρα κάναμε βόλτα στην πόλη με 3 φίλους από τη Σερβία. Περάσαμε από το σπίτι της γιαγιάς. Της Τασούλας της Καραγατσιανής. Έβγαλε βυσσινάδα και γλυκό σύκο. Το σίγουρο τρατάρισμα στο σπίτι της γιαγιάς. Της είπα ότι είναι φίλοι μου από τη Σερβία κι επειδή έχουν πόλεμο ήρθαν στην πόλη μας και παίζουμε. «Τι είναι πόλεμος γιαγιά;» Η γιαγιά με δάκρυα στα μάτια μονολογούσε: «παιδί μου, εμείς ξέρουμε από πόλεμο, ξέρουμε από προσφυγιά και καταστροφή. Μωρό ήμουν. Έχασα τη μανούλα μου όταν έπεσε το κανόνι στο σπίτι μας. Ξέρουμε παιδί μου από προσφυγιά». Πάντα το έλεγε και έκλεγε η γιαγιά όταν σκεφτόταν το Κάραγατς ή τη μανούλα της. Δεν την έζησε. Πόλεμος. Πήραμε το τριαντάφυλλό μας και φύγαμε. Ήταν το δώρο της γιαγιάς σε κάθε επισκέπτη από τον πιο όμορφο κήπο.
Μία μέρα στο σχολείο βγήκαμε όλα τα παιδιά στην αυλή. Οι δάσκαλοι είχαν ετοιμάσει ένα γαϊτανάκι. Το γνωστό παιχνίδι με τον κύκλο και τις κορδέλες. Στα μεγάφωνα έπαιζε το γνωστό τραγούδι «Αν όλα τα παιδιά της γης πιάναν γερά τα χέρια…» και ο κύκλος μας γινότανε πολύ πολύ μεγάλος… Νομίζω πως όταν κάναμε βόλτες, όταν κάναμε αγώνες με τα ποδήλατα που μοιραζόμασταν, όταν κάναμε κουτσό, σκοινάκι και παίζαμε ποδόσφαιρο και κυνηγητό, δε μας ένοιαζε από πού ήρθαν, τι γλώσσα μιλάνε και πού πιστεύουν. Δεν υπήρχαν σύνορα για μας. Ήταν παιδιά, ήταν οι καινούργιοι φίλοι μας.
Μπορεί στα παιδικά μου μάτια να φάνταζαν όλα σαν γιορτή. Άλλωστε τι θέλαμε εμείς; Φίλους για παιχνίδι. Και ξέραμε ότι τα παιδιά «πρέπει να είναι χαρούμενα». Όλα τα παιδιά. Ήρθε η μέρα που φύγανε. Η πλατεία άδειασε, η παρέα μας έσπασε. Κάτι έλειπε.
Πήραμε όμως ένα μεγάλο μάθημα. Τα παιδιά είναι παιδιά. Δεν τους χωρίζει τίποτα. Δεν υπάρχει ξένος σε αυτή τη γη. Και οι άνθρωποι. Δεν τους χωρίζει κάτι, παρά μόνο το μίσος. Και ο πόλεμος. Αυτός που διώχνει τους ανθρώπους από τα σπίτια τους και κάνει τα παιδικά πρόσωπα φοβισμένα. Εμείς είχαμε Ειρήνη στην πατρίδα μας. Νιώθαμε τυχεροί για την Ειρήνη.
Στο παιδικό μου μυαλό και στην παιδική μου μνήμη, στην πόλη είχαμε γιορτή. Η Ορεστιάδα μας ήταν μια αγκαλιά για τα προσφυγόπουλα από τη Σερβία. Ήταν μπροστά οι γονείς μας, οι δάσκαλοι, οι «επίσημοι». Δεν ήταν ξένοι. Ήταν τα «Σερβάκια». Ήταν φίλοι μας. Και κάναμε ότι καλύτερο μπορούσαμε για να είναι χαρούμενα. Για να είμαστε και μεις χαρούμενοι. Και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Μας δώσανε μάθημα κι εφόδια για μια ζωή.
Τι άλλαξε άραγε; Ξεχάσαμε; Ξεχάσαμε την ιστορία μας; Ξεχάσαμε την αγκαλιά στα «Σερβάκια»; Αλλοτριωθήκαμε από φόβο, από μίσος, από άγνοια; Βλέπω συνομήλικους μου, που τότε στην ίδια αυλή, στο ίδιο σχολείο, στην ίδια πλατεία παίζαμε ΜΑΖΙ, και τώρα είναι επιφυλακτικοί με οτιδήποτε φαντάζει «ξένο». Τι άλλαξε;
Θυμάμαι την πρόγιαγιά μου. Δε χόρευε και δεν τραγουδούσε ποτέ. Πάντα καθισμένη στα σκαλιά της αυλής μοιρολογούσε κι έκλεγε. Μοιρολογούσε κι έκλεγε στα γκαγκαβούζικα για την προσφυγιά, για τα δεινά, για την πατρίδα… Τα τραγούδια μας, η ιστορία μας, μιλούν για την προσφυγιά και τα τραγουδάμε με περηφάνια. Τι άλλαξε;
Την τελευταία μέρα ένα κοριτσάκι από τη Σερβία μου χάρισε μια ζωγραφιά. Με πολύ χαρούμενα χρώματα. Ένα σπίτι, έναν κήπο και μία μεγάλη καρδιά. Από κάτω έγραφε «ΕυχαριστΩ» με Ε και Ω κεφαλαίο… ελληνικά και ορθογραφημένα. Και με πολλή αγάπη γιατί η καρδιά ήταν κατακόκκινη…
Μία προσωπική αφήγηση για ένα μάθημα και μία εμπειρία που ζήσαμε πολλοί ΜΑΖΙ στην Ορεστιάδα… Αυτή είναι η δική μου πατρίδα...
Η Νατάσα Γκαρά είναι βουλευτής Έβρου του ΣΥΡΙΖΑ