Πολύ σύντομα ό,τι θα μπαίνει στο πιάτο μας ενδέχεται να προέρχεται από τις τεράστιες αγροτικές εκτάσεις, αν όχι και τα εργαστήρια, μίας και μόνο πολυεθνικής. Αυτό τουλάχιστον προμηνύει η διαφαινόμενη συγχώνευση της Bayer με τη Monsanto, δύο εταιρειών που σήμερα ελέγχουν το 25% της παγκόσμιας παραγωγής σπόρων και παρασιτοκτόνων.
Δεν πρόκειται για κάποιο οργουελικό σενάριο, αλλά για τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων.
Τα τελευταία χρόνια έξι εταιρείες κυριαρχούσαν στον χώρο της αγροβιομηχανίας: οι δύο προαναφερόμενες, η Dow, η DuPont, η Syngenta και η ΒΑSF. Η γερμανική Bayer επισημοποίησε στις αρχές του μήνα την προσφορά της για την εξαγορά της αμερικανικής Monsanto για 66 δισεκατομμύρια δολάρια, μια πρόταση που εφόσον γίνει δεκτή θα θέσει τις βάσεις όχι μόνο για τη μεγαλύτερη συγχώνευση του 2016 αλλά και μιας από τις σημαντικότερες των τελευταίων ετών.
Η είδηση δεν θα προκαλούσε, ενδεχομένως, τόση ανησυχία αν μέσα στους προηγούμενους μήνες, η DuPont δεν είχε προτείνει τη συγχώνευσή της με την Dow, και η κινεζική ChemChina δεν είχε εκδηλώσει άμεσο ενδιαφέρον για την εξαγορά της Syngenta. Αν όλες αυτές οι συμφωνίες υλοποιηθούν, οι τρεις μεγαλύτερες αγροβιομηχανίες θα είναι πια σε θέση να ελέγχουν το 59% της αγοράς σπόρων και το 64% της αγοράς παρασιτοκτόνων. Για να αποκτήσει κανείς ένα μέτρο σύγκρισης, αρκεί να αναφέρουμε ότι το... μακρινό 1994, οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου έλεγχαν μόλις το 21% της αγοράς.
Το 2013, δύο Αμερικανοί ερευνητές (Στέφανι Σένεφ, Άντονι Σάμσελ) δημοσίευσαν στην επιστημονική επιθεώρηση “Entropy” μελέτη που συνέδεε για πρώτη φορά τη χρήση του παρασιτοκτόνου Roundup της Monsanto με την ανάπτυξη υπογονιμότητας, καρκίνων ή Πάρκινσον. Γαλλικό πείραμα στο οποίο ποντίκια ταΐζονταν με το γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι της Monsanto για δύο χρόνια -αντί για τους τρεις μήνες που διαρκούν οι έρευνες της ίδιας της εταιρείας- απέδειξε ότι υπήρξε αύξηση 200% με 300% στην ανάπτυξη καρκινικών όγκων.
Όλα αυτά μάλλον εξηγούν γιατί η Γαλλία έχει απαγορεύσει το καλαμπόκι που παράγεται από σπόρους της Monsanto (MON810), επικαλούμενη περιβαλλοντικούς λόγους. Ανάλογες απαγορεύσεις έχουν υιοθετήσει τα προηγούμενα χρόνια και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ινδία -το μεγαλύτερο σήμερα πειραματόζωο καλλιεργειών της Monsanto- χιλιάδες αγρότες έχουν θέσει τέλος στη ζωή τους επειδή καταχρεώθηκαν πιστεύοντας τις παραπλανητικές, όπως αποδείχτηκαν, υποσχέσεις της εταιρείας ότι οι μεταλλαγμένοι σπόροι θα πολλαπλασίαζαν τις σοδειές τους.
Αρκετές μελέτες συνδέουν, επίσης, την εξάπλωση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών με τη συρρίκνωση του παγκόσμιου πληθυσμού των μελισσών. Στις ΗΠΑ, γενέτειρα των γενετικά μεταλλαγμένων αγροτικών προϊόντων, οι απώλειες αγγίζουν το 70% της παραγωγής των μελισσοκόμων, ενώ το φαινόμενο έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
H Monsanto όμως δεν σκοτώνει μόνο μέλισσες. Στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, η εταιρεία εφοδίαζε συστηματικά τον αμερικανικό στρατό με το διαβόητο χημικό Agent Orange. Εκτιμάται ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, o στρατός των ΗΠΑ ψέκασε με 80 εκατομμύρια λίτρα μεγάλες εκτάσεις ζούγκλας και καλλιεργειών της ασιατικής χώρας, προκειμένου να αποψιλώσει εκτάσεις που οι Βιετκόνγκ μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σαν κάλυψη.
Σήμερα έχει αποδειχτεί ότι περίπου 400.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή απέκτησαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους εξαιτίας του χημικού, μισό εκατομμύριο παιδιά γεννήθηκαν με γενετικά προβλήματα και δύο εκατομμύρια άνθρωποι απέκτησαν σοβαρές ασθένειες που συνδέονται με τη χρήση του. Παρ' ότι έχουν περάσει περισσότερα από 50 χρόνια από το τέλος του πολέμου, οι πληγές που άνοιξε το Agent Orange παραμένουν ανοιχτές για το Βιετνάμ.
Δεν πρέπει, όμως, να αφήσουμε παραπονεμένο τo έτερο ήμισυ του “γάμου”. H Bayer μπορεί να είναι διάσημη για την παραγωγή της ασπιρίνης, ωστόσο, το παρελθόν της είναι ακόμη πιο σκοτεινό. Και αν το διεθνές εμπορικό λανσάρισμα της ηρωίνης ως αντιβηχικού και μη εθιστικού υποκατάστατου της μορφίνης μπορεί να αποδοθεί σε άγνοια, δεν ισχύει το ίδιο για την ταύτισή της με τα πιο άγρια εγκλήματα του ναζισμού.
Η ανεξάρτητη Bayer συγχωνεύτηκε το 1925 με άλλες γερμανικές φαρμακευτικές εταιρείες, για να συγκροτήσουν την IG Farben, την τότε μεγαλύτερη χημική βιομηχανία του πλανήτη. Η εταιρεία συνεργάστηκε με το ναζιστικό καθεστώς και έπαιξε ενεργό ρόλο στο Ολοκαύτωμα. Όχι απλώς έχτισε εργοστάσια δίπλα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως το Άουσβιτς, για να χρησιμοποιεί ως σκλάβους όσους είχαν κλειστεί εκεί, αλλά και «δανειζόταν» συστηματικά κρατουμένους για να δοκιμάζει τα προϊόντα της.
«Όσον αφορά τα σχεδιαζόμενα πειράματα για το νέο υπνωτικό, θα εκτιμούσαμε αν θα μπορούσατε να θέσετε στη διάθεσή μας έναν ορισμένο αριθμό κρατουμένων» αναφέρει χαρακτηριστικά επιστολή της εταιρείας προς τη διεύθυνση του Άουσβιτς. Σε άλλη επιστολή, η εταιρεία εξηγεί, χωρίς ακριβώς να απολογείται, ότι κανένα από τα «πειραματόζωα» τελικά δεν επέζησε. Και φυσικά δεν ήταν μόνο τα υπνωτικά, αφού η IG Farben ήταν μέτοχος της εταιρείας Degesch, η οποία παρήγαγε το διαβόητο Zyclon B που οι ναζί χρησιμοποιούσαν στους θαλάμους αερίων. Μετά τον πόλεμο έγινε και πάλι η ανεξάρτητη Bayer, επιστρέφοντας άσπιλη στις διεθνείς αγορές.
Όταν, ωστόσο, το Άουσβιτς συναντά το Βιετνάμ, καταλαβαίνει κανείς ότι η φράση «κολασμένος γάμος» δεν ακούγεται και τόσο υπερβολική. Πόσο μάλλον όταν η ένωση των δύο εταιρειών θα θέσει τις βάσεις για την ακόμη μεγαλύτερη μονοπωλιακή συγκρότηση της παγκόσμιας αγροβιομηχανίας. Με άμεσο επακόλουθο, φυσικά, την οριστική εξόντωση της μικρής αγροτικής παραγωγής και τον κατακλυσμό της αγοράς με εξαιρετικά επικίνδυνα προϊόντα. Και όχι μόνο για τις μέλισσες.
πηγή: Αυγή
Δεν πρόκειται για κάποιο οργουελικό σενάριο, αλλά για τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων.
Τα τελευταία χρόνια έξι εταιρείες κυριαρχούσαν στον χώρο της αγροβιομηχανίας: οι δύο προαναφερόμενες, η Dow, η DuPont, η Syngenta και η ΒΑSF. Η γερμανική Bayer επισημοποίησε στις αρχές του μήνα την προσφορά της για την εξαγορά της αμερικανικής Monsanto για 66 δισεκατομμύρια δολάρια, μια πρόταση που εφόσον γίνει δεκτή θα θέσει τις βάσεις όχι μόνο για τη μεγαλύτερη συγχώνευση του 2016 αλλά και μιας από τις σημαντικότερες των τελευταίων ετών.
Η είδηση δεν θα προκαλούσε, ενδεχομένως, τόση ανησυχία αν μέσα στους προηγούμενους μήνες, η DuPont δεν είχε προτείνει τη συγχώνευσή της με την Dow, και η κινεζική ChemChina δεν είχε εκδηλώσει άμεσο ενδιαφέρον για την εξαγορά της Syngenta. Αν όλες αυτές οι συμφωνίες υλοποιηθούν, οι τρεις μεγαλύτερες αγροβιομηχανίες θα είναι πια σε θέση να ελέγχουν το 59% της αγοράς σπόρων και το 64% της αγοράς παρασιτοκτόνων. Για να αποκτήσει κανείς ένα μέτρο σύγκρισης, αρκεί να αναφέρουμε ότι το... μακρινό 1994, οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου έλεγχαν μόλις το 21% της αγοράς.
Θα μπορούσε βέβαια να ελπίζει κανείς ότι η υφιστάμενη
αντιμονοπωλιακή νομοθεσία θα αποτρέψει τελικά τη δημιουργία ενός τόσο τερατώδους
τραστ. Ποιος όμως να ελέγξει ποιον; Είναι ενδεικτικό ότι στο Διοικητικό
Συμβούλιο της Monsanto βρίσκεται ο Ρόμπερτ Στίβενς, πρώην διευθύνων σύμβουλος
της πανίσχυρης στρατιωτικής βιομηχανίας Lockheed Martin.
Το 2012, ο Στίβενς διορίστηκε από τον πρόεδρο Μπαράκ
Ομπάμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Εμπορική Πολιτική και τις
Διαπραγματεύσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Έχει επομένως κυρίαρχο ρόλο στις
διαπραγματεύσεις για τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων TTIP, που
αν τελικά υπογραφεί από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. θα απομακρύνει και τα τελευταία
ελάχιστα εμπόδια στην απόλυτη κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων.
Για πολλούς, η συγχώνευση της Bayer με τη Monsanto
αποτελεί κάτι σαν προοίμιο αυτής της συμφωνίας. «Η ένωσή τους θα είναι ένας
κολασμένος γάμος. Ο μεγαλύτερος φόβος είναι ότι η Bayer επιδιώκει την εξαγορά
της Monsanto για να κατακλύσει την ευρωπαϊκή αγορά με γενετικά τροποποιημένα
προϊόντα» σημειώνει η Γερμανίδα ακτιβίστρια Αν Ιζάκοβιτς, εκπρόσωπος του
συνασπισμού περιβαλλοντικών οργανώσεων Sum of Us, που κινητοποιούνται κατά της
συγχώνευσης.
Το παράδοξο είναι ότι το «προξενιό» προχωρά κανονικά
παρ' ότι η Γερμανία, “γενέτειρα” της Bayer, αποτελεί σήμερα το κατ' εξοχήν
κέντρο της μόδας για επιστροφή στην «υγιεινή διατροφή» και παρ' ότι το 76% των
κατοίκων της τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης των γενετικά τροποποιημένων
προϊόντων, για τα οποία έχει γίνει γνωστή η Monsanto.
Το 2013, δύο Αμερικανοί ερευνητές (Στέφανι Σένεφ, Άντονι Σάμσελ) δημοσίευσαν στην επιστημονική επιθεώρηση “Entropy” μελέτη που συνέδεε για πρώτη φορά τη χρήση του παρασιτοκτόνου Roundup της Monsanto με την ανάπτυξη υπογονιμότητας, καρκίνων ή Πάρκινσον. Γαλλικό πείραμα στο οποίο ποντίκια ταΐζονταν με το γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι της Monsanto για δύο χρόνια -αντί για τους τρεις μήνες που διαρκούν οι έρευνες της ίδιας της εταιρείας- απέδειξε ότι υπήρξε αύξηση 200% με 300% στην ανάπτυξη καρκινικών όγκων.
Όλα αυτά μάλλον εξηγούν γιατί η Γαλλία έχει απαγορεύσει το καλαμπόκι που παράγεται από σπόρους της Monsanto (MON810), επικαλούμενη περιβαλλοντικούς λόγους. Ανάλογες απαγορεύσεις έχουν υιοθετήσει τα προηγούμενα χρόνια και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ινδία -το μεγαλύτερο σήμερα πειραματόζωο καλλιεργειών της Monsanto- χιλιάδες αγρότες έχουν θέσει τέλος στη ζωή τους επειδή καταχρεώθηκαν πιστεύοντας τις παραπλανητικές, όπως αποδείχτηκαν, υποσχέσεις της εταιρείας ότι οι μεταλλαγμένοι σπόροι θα πολλαπλασίαζαν τις σοδειές τους.
Αρκετές μελέτες συνδέουν, επίσης, την εξάπλωση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών με τη συρρίκνωση του παγκόσμιου πληθυσμού των μελισσών. Στις ΗΠΑ, γενέτειρα των γενετικά μεταλλαγμένων αγροτικών προϊόντων, οι απώλειες αγγίζουν το 70% της παραγωγής των μελισσοκόμων, ενώ το φαινόμενο έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
H Monsanto όμως δεν σκοτώνει μόνο μέλισσες. Στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, η εταιρεία εφοδίαζε συστηματικά τον αμερικανικό στρατό με το διαβόητο χημικό Agent Orange. Εκτιμάται ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, o στρατός των ΗΠΑ ψέκασε με 80 εκατομμύρια λίτρα μεγάλες εκτάσεις ζούγκλας και καλλιεργειών της ασιατικής χώρας, προκειμένου να αποψιλώσει εκτάσεις που οι Βιετκόνγκ μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σαν κάλυψη.
Σήμερα έχει αποδειχτεί ότι περίπου 400.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή απέκτησαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους εξαιτίας του χημικού, μισό εκατομμύριο παιδιά γεννήθηκαν με γενετικά προβλήματα και δύο εκατομμύρια άνθρωποι απέκτησαν σοβαρές ασθένειες που συνδέονται με τη χρήση του. Παρ' ότι έχουν περάσει περισσότερα από 50 χρόνια από το τέλος του πολέμου, οι πληγές που άνοιξε το Agent Orange παραμένουν ανοιχτές για το Βιετνάμ.
Δεν πρέπει, όμως, να αφήσουμε παραπονεμένο τo έτερο ήμισυ του “γάμου”. H Bayer μπορεί να είναι διάσημη για την παραγωγή της ασπιρίνης, ωστόσο, το παρελθόν της είναι ακόμη πιο σκοτεινό. Και αν το διεθνές εμπορικό λανσάρισμα της ηρωίνης ως αντιβηχικού και μη εθιστικού υποκατάστατου της μορφίνης μπορεί να αποδοθεί σε άγνοια, δεν ισχύει το ίδιο για την ταύτισή της με τα πιο άγρια εγκλήματα του ναζισμού.
Η ανεξάρτητη Bayer συγχωνεύτηκε το 1925 με άλλες γερμανικές φαρμακευτικές εταιρείες, για να συγκροτήσουν την IG Farben, την τότε μεγαλύτερη χημική βιομηχανία του πλανήτη. Η εταιρεία συνεργάστηκε με το ναζιστικό καθεστώς και έπαιξε ενεργό ρόλο στο Ολοκαύτωμα. Όχι απλώς έχτισε εργοστάσια δίπλα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως το Άουσβιτς, για να χρησιμοποιεί ως σκλάβους όσους είχαν κλειστεί εκεί, αλλά και «δανειζόταν» συστηματικά κρατουμένους για να δοκιμάζει τα προϊόντα της.
«Όσον αφορά τα σχεδιαζόμενα πειράματα για το νέο υπνωτικό, θα εκτιμούσαμε αν θα μπορούσατε να θέσετε στη διάθεσή μας έναν ορισμένο αριθμό κρατουμένων» αναφέρει χαρακτηριστικά επιστολή της εταιρείας προς τη διεύθυνση του Άουσβιτς. Σε άλλη επιστολή, η εταιρεία εξηγεί, χωρίς ακριβώς να απολογείται, ότι κανένα από τα «πειραματόζωα» τελικά δεν επέζησε. Και φυσικά δεν ήταν μόνο τα υπνωτικά, αφού η IG Farben ήταν μέτοχος της εταιρείας Degesch, η οποία παρήγαγε το διαβόητο Zyclon B που οι ναζί χρησιμοποιούσαν στους θαλάμους αερίων. Μετά τον πόλεμο έγινε και πάλι η ανεξάρτητη Bayer, επιστρέφοντας άσπιλη στις διεθνείς αγορές.
Όταν, ωστόσο, το Άουσβιτς συναντά το Βιετνάμ, καταλαβαίνει κανείς ότι η φράση «κολασμένος γάμος» δεν ακούγεται και τόσο υπερβολική. Πόσο μάλλον όταν η ένωση των δύο εταιρειών θα θέσει τις βάσεις για την ακόμη μεγαλύτερη μονοπωλιακή συγκρότηση της παγκόσμιας αγροβιομηχανίας. Με άμεσο επακόλουθο, φυσικά, την οριστική εξόντωση της μικρής αγροτικής παραγωγής και τον κατακλυσμό της αγοράς με εξαιρετικά επικίνδυνα προϊόντα. Και όχι μόνο για τις μέλισσες.
πηγή: Αυγή