Του Νίκου Φίλη
Οι άνθρωποι του Τύπου και των ΜΜΕ γνωρίζουν ότι κάθε λεπτό κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους η απειλή να χάσουν τη δουλειά τους -ή την αξιοπρέπειά τους- από την παρέμβαση ενός προσώπου με πολιτική -και δεν εννοώ μόνον στενά κομματική- ή οικονομική δύναμη. Και θέλω να διευκρινίσω γιατί βάζω χωριστά το «ή την αξιοπρέπειά τους». Γιατί συχνά το αποτέλεσμα των παρεμβάσεων δεν είναι εμφανές. Δεν παίρνει απαραίτητα τη μορφή μιας ηχηρής απόλυσης, που ίσως θα έβλαπτε εμπορικά το ίδιο το Μέσο.
Αποκρυσταλλώνεται σε
μια σιωπηρή υποχώρηση του πιο αδύναμου, δηλ. του δημοσιογράφου, που αποδέχεται
τη λογοκρισία και κυρίως αυτολογοκρίνεται στο μέλλον ο ίδιος.
Να το πω αλλιώς, προσέχει τι θα γράψει την επόμενη φορά, ώστε να μην προκαλέσει την αντίδραση του ίδιου προσώπου ή άλλου μεγαλόσχημου. Διαμορφώνεται έτσι σιγά σιγά μια κουλτούρα παρέμβασης που υποσκάπτει την ελευθεροτυπία με χαμένους πρωτίστως τους αναγνώστες. Ταυτόχρονα ανοίγει το δρόμο στην ευκολία και ανευθυνότητα των social media, να υπεξαιρούν το ρόλο του Μέσου Ενημέρωσης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις παρέμβασης, εκείνος που οφείλει να προστατεύσει το δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη σε ποιοτική ενημέρωση και την ελεύθερη διατύπωση απόψεων, είναι ο διευθυντής της εφημερίδας και του Μέσου. Το γράφω με βάση και την προσωπική μου εμπειρία. Δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί με ειλικρίνεια κάποιος που υπήρξε διευθυντης εφημερίδας, ότι δεν δέχθηκε τουλάχιστον πιέσεις να «στρογγυλέψει» άρθρα ή να απευθύνει «παραινέσεις» σε δημοσιογράφους.
Γνωρίζει όμως ότι στην πράξη εκείνη την στιγμή κρίνεται ο ίδιος. Διευθυντής ΜΜΕ που θα υποκύψει σε πολιτική ή οικονομική απειλή και θα λογοκρίνει δημοσιογράφο, χάνει δια παντός το κύρος του στο εσωτερικό της εφημερίδας. Παύει να είναι ο ίδιος στα μάτια των συναδέλφων του, ακόμα και αν μόνο μικρή μερίδα του κοινού αντιληφθεί τι έχει συμβεί.
Κι αυτό γιατί σπανίως οι απειλές δημοσιοποιούνται. Συνήθως είναι ένα τηλεφώνημα προς τον εκδότη, με μια διακριτική αναφορά ή η εξαίρεση από διαφημιστική καμπάνια την επόμενη φορά. Οι πολιτικοί, συνήθως, διστάζουν να ζητήσουν φωναχτά την τιμωρία δημοσιογράφου. Γνωρίζουν ότι θα προκαλέσουν την κοινή γνώμη. Και αν τυχόν χρησιμοποιήσουν δημόσιο λόγο για να αξιώσουν την τιμωρία ή ακόμα και την απόλυση δημοσιογράφου, δεν είναι γιατί είναι «ειλικρινείς» ή «τα λένε έξω από τα δόντια». Ούτε είναι η στάση τους αποτέλεσμα μιας προσωπικής ιδιορρυθμίας. Είναι γιατί έχουν καβαλικέψει πρόσφατα το άλογο της εξουσίας και πιστεύουν στην δύναμη μιας ισχύος που είναι δανεική, τους έχει αποδοθεί προσωρινά και πάντως δεν είναι νομιμοποιημένη. Οι νεόκοποι είναι εκείνοι που νομίζουν ότι η εξουσία κρατάει για πάντα. Αυτοί, και οι παρανοϊκοί δικτάτορες ανά τον πλανήτη.
Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι η ελευθεροτυπία θα πάψει να αντιμετωπίζει απειλές, ιδιαιτέρως από τη στιγμή που η εκδοτική βιομηχανία περνάει διαρκώς στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, με επιχειρηματικές ατζέντες. Γνωρίζω όμως σε ποια θέση πρέπει να βρίσκονται οι πάντες -κοινό και δημοσιογράφοι- κάθε φορά που ανακύπτουν τέτοια θέματα. Ιδιαιτέρως όταν ζητείται να απολυθεί δημοσιογράφος από πρόσωπο που κατέχει κυβερνητική θέση, τοποθετημένο μάλιστα σε αυτήν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό με σόου δημοσιότητας.
Γνωρίζω επίσης τι θα έπρεπε να έχει κάνει ήδη από την πρώτη στιγμή το πρόσωπο αυτό, που περιέπεσε στο μέγιστο ατόπημα να θεωρήσει τον ιδιωτικό του χώρο, πολιτικό (όπως ο ίδιος λέει) δηλ. χώρο εξουσίας, διατηρώντας την ίδια στιγμή τη θέση στην οποία διορίστηκε.
Να το πω αλλιώς, προσέχει τι θα γράψει την επόμενη φορά, ώστε να μην προκαλέσει την αντίδραση του ίδιου προσώπου ή άλλου μεγαλόσχημου. Διαμορφώνεται έτσι σιγά σιγά μια κουλτούρα παρέμβασης που υποσκάπτει την ελευθεροτυπία με χαμένους πρωτίστως τους αναγνώστες. Ταυτόχρονα ανοίγει το δρόμο στην ευκολία και ανευθυνότητα των social media, να υπεξαιρούν το ρόλο του Μέσου Ενημέρωσης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις παρέμβασης, εκείνος που οφείλει να προστατεύσει το δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη σε ποιοτική ενημέρωση και την ελεύθερη διατύπωση απόψεων, είναι ο διευθυντής της εφημερίδας και του Μέσου. Το γράφω με βάση και την προσωπική μου εμπειρία. Δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί με ειλικρίνεια κάποιος που υπήρξε διευθυντης εφημερίδας, ότι δεν δέχθηκε τουλάχιστον πιέσεις να «στρογγυλέψει» άρθρα ή να απευθύνει «παραινέσεις» σε δημοσιογράφους.
Γνωρίζει όμως ότι στην πράξη εκείνη την στιγμή κρίνεται ο ίδιος. Διευθυντής ΜΜΕ που θα υποκύψει σε πολιτική ή οικονομική απειλή και θα λογοκρίνει δημοσιογράφο, χάνει δια παντός το κύρος του στο εσωτερικό της εφημερίδας. Παύει να είναι ο ίδιος στα μάτια των συναδέλφων του, ακόμα και αν μόνο μικρή μερίδα του κοινού αντιληφθεί τι έχει συμβεί.
Κι αυτό γιατί σπανίως οι απειλές δημοσιοποιούνται. Συνήθως είναι ένα τηλεφώνημα προς τον εκδότη, με μια διακριτική αναφορά ή η εξαίρεση από διαφημιστική καμπάνια την επόμενη φορά. Οι πολιτικοί, συνήθως, διστάζουν να ζητήσουν φωναχτά την τιμωρία δημοσιογράφου. Γνωρίζουν ότι θα προκαλέσουν την κοινή γνώμη. Και αν τυχόν χρησιμοποιήσουν δημόσιο λόγο για να αξιώσουν την τιμωρία ή ακόμα και την απόλυση δημοσιογράφου, δεν είναι γιατί είναι «ειλικρινείς» ή «τα λένε έξω από τα δόντια». Ούτε είναι η στάση τους αποτέλεσμα μιας προσωπικής ιδιορρυθμίας. Είναι γιατί έχουν καβαλικέψει πρόσφατα το άλογο της εξουσίας και πιστεύουν στην δύναμη μιας ισχύος που είναι δανεική, τους έχει αποδοθεί προσωρινά και πάντως δεν είναι νομιμοποιημένη. Οι νεόκοποι είναι εκείνοι που νομίζουν ότι η εξουσία κρατάει για πάντα. Αυτοί, και οι παρανοϊκοί δικτάτορες ανά τον πλανήτη.
Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι η ελευθεροτυπία θα πάψει να αντιμετωπίζει απειλές, ιδιαιτέρως από τη στιγμή που η εκδοτική βιομηχανία περνάει διαρκώς στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, με επιχειρηματικές ατζέντες. Γνωρίζω όμως σε ποια θέση πρέπει να βρίσκονται οι πάντες -κοινό και δημοσιογράφοι- κάθε φορά που ανακύπτουν τέτοια θέματα. Ιδιαιτέρως όταν ζητείται να απολυθεί δημοσιογράφος από πρόσωπο που κατέχει κυβερνητική θέση, τοποθετημένο μάλιστα σε αυτήν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό με σόου δημοσιότητας.
Γνωρίζω επίσης τι θα έπρεπε να έχει κάνει ήδη από την πρώτη στιγμή το πρόσωπο αυτό, που περιέπεσε στο μέγιστο ατόπημα να θεωρήσει τον ιδιωτικό του χώρο, πολιτικό (όπως ο ίδιος λέει) δηλ. χώρο εξουσίας, διατηρώντας την ίδια στιγμή τη θέση στην οποία διορίστηκε.
Άρθρο του βουλευτή Α' Αθηνών και Τομεάρχη Παιδείας του
ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Φίλη, στην εφημερίδα “Τα Νέα Σαββατοκύριακο”