O Εντουάρντο Γκαλεάνο πέθανε σαν σήμερα, στις 13
Απριλίου 2015... Ουρουγουανός δημοσιογράφος, συγγραφέας και διακεκριμένη προσωπικότητα
της λατινοαμερικάνικης Αριστεράς. Τα πιο γνωστά του βιβλία είναι «Οι
ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής» (1971) και «Μνήμη Φωτιάς»
(1982-1986), που συνδυάζουν το μυθιστόρημα, τη δημοσιογραφία, την
ιστορία και την πολιτική ανάλυση. Έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και
στα ελληνικά. Ο ίδιος δήλωνε ότι δεν ήταν ιστορικός, αλλά συγγραφέας με
μνήμη.
Ο Εντουάρντο Χερμάν Μαρία Χιούζ Γκαλεάνο (Eduardo Germán Maria Hughes
Galeano) γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο στις 3 Σεπτεμβρίου 1940, στους
κόλπους μιας μεσοαστικής καθολικής οικογένειας με ρίζες από την Ισπανία,
την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ουαλία.
Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στα 14 του χρόνια από τη σοσιαλιστική εφημερίδα «El Sol», όπου σκίτσαρε καρικατούρες πολιτικών ανδρών, κρατώντας ταυτόχρονα τη στήλη των τεχνών και του θεάτρου. Μεταξύ 1961 και 1966 διηύθυνε το έγκυρο εβδομαδιαίο περιοδικό «Marcha» και την αριστερή εφημερίδα «Epoca».
Με το πραξικόπημα της 27ης Ιουνίου 1973 φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε στην Αργεντινή, όπου εξέδωσε το περιοδικό «Crisis», το οποίο διηύθυνε για τρία χρόνια μέχρι το 1976, οπότε μετά το πραξικόπημα της 24ης Μαρτίου στην Αργεντινή αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη. Στην Ουρουγουάη θα επιστρέψει το 1985 με την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Την τέχνη της αφήγησης την έμαθε στους δρόμους του Μοντεβιδέο και όχι σε κάποιο πανεπιστήμιο. «Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τη Σεχραζάτ, δεν έμαθα την τέχνη της αφήγησης στο ανάκτορο της Βαγδάτης, τα δικά μου πανεπιστήμια ήταν τα παλιά καφέ του Μοντεβιδέο», είχε πει το 2009 στη Μαδρίτη.
Το 1971 εξέδωσε το δίτομο έργο του «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», με θέμα τον οικονομικό στραγγαλισμό της Λατινικής Αμερικής από τους αποικιοκράτες την εποχή των ανακαλύψεων και τους Αμερικανούς στη σύγχρονη εποχή. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία κι έγινε το κλασικό έργο της αριστερής σκέψης των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80 και στη συνέχεια του λεγόμενου κινήματος της «αντιπαγκοσμιοποίησης». Το 2009 επανήλθε στο προσκήνιο, όταν κατά τη διάρκεια της συνόδου των Κρατών της Αμερικανικής Ηπείρου στο Πορτ οφ Σπέιν του Τρίνιδαδ και Τομπάγκο, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγο Τσάβες, το χάρισε στον αμερικανό ομόλογό του, Μπαράκ Ομπάμα.
Όμως, σε μία σπάνια έκφραση αυτοκριτικής, ο Γκαλεάνο είχε επικρίνει τις αδυναμίες του βιβλίου αυτού. «Δεν θα μπορούσα πλέον να το διαβάσω. Θα ήταν υπερβολικά βαρύ. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η πρόζα της παραδοσιακής αριστεράς είναι τρομακτικά πληκτική. Το σώμα μου δεν θα την άντεχε. Θα έπρεπε να το στείλω στο νοσοκομείο», είχε πει στους δημοσιογράφους σε συνέντευξη τύπου στην Μπραζίλια. «Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε όταν ήμουν 31 ετών και φιλοδοξούσε να είναι ένα έργο πολιτικής οικονομίας, αλλά δεν είχα την απαιτούμενη παιδεία. Δεν μετανιώνω που το έγραψα, αλλά για μένα είναι μία φάση και την έχω ξεπεράσει».
Από την υπόλοιπη εργογραφία του ξεχωρίζουν τα βιβλία «Ένας κόσμος ανάποδα» μία σειρά δοκιμίων για την εποχή της παγκοσμιοποίησης, «Τα Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» μία ιστορία του δημοφιλέστερου αθλήματος στον κόσμο, όπου μεταξύ άλλων επιτίθεται στους αριστερούς διανοούμενους που το απορρίπτουν για ιδεολογικούς λόγους, «Καθρέφτες: Μία σχεδόν παγκόσμια ιστορία» από τη σκοπιά των ηττημένων, των αφανών και των αδυνάμων, μέσα από 600 αφηγήματα - βινιέτες και η τριλογία «Μνήμη Φωτιάς», στο οποίο με όπλο την ιστορία και τη λογοτεχνία επιχειρείται να ανακτηθεί και να αποκατασταθεί η κατακερματισμένη μνήμη της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της αμερικανικής ηπείρου γενικότερα.
Τιμήθηκε δύο φορές (1975 και 1978) με το κουβανικό βραβείο «Casa de las Americas», ένα από το παλαιότερα λογοτεχνικά βραβεία, με το American Book Award του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον για την τριλογία του «Μνήμη της Φωτιάς», το διεθνές βραβείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Global Exchange (2006) και το σουηδικό βραβείο «Stig Dagerman» (2010). Νυμφεύθηκε τρεις φορές και απέκτησε ισάριθμα τέκνα από τις δύο πρώτες συζύγους του.
O Εντουάρντο Γκαλεάνο πέθανε στις 13 Απριλίου 2015, σε νοσοκομείο του Μοντεβιδέο, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.
με πληροφορίες από το sansimera.gr
Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στα 14 του χρόνια από τη σοσιαλιστική εφημερίδα «El Sol», όπου σκίτσαρε καρικατούρες πολιτικών ανδρών, κρατώντας ταυτόχρονα τη στήλη των τεχνών και του θεάτρου. Μεταξύ 1961 και 1966 διηύθυνε το έγκυρο εβδομαδιαίο περιοδικό «Marcha» και την αριστερή εφημερίδα «Epoca».
Με το πραξικόπημα της 27ης Ιουνίου 1973 φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε στην Αργεντινή, όπου εξέδωσε το περιοδικό «Crisis», το οποίο διηύθυνε για τρία χρόνια μέχρι το 1976, οπότε μετά το πραξικόπημα της 24ης Μαρτίου στην Αργεντινή αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη. Στην Ουρουγουάη θα επιστρέψει το 1985 με την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Την τέχνη της αφήγησης την έμαθε στους δρόμους του Μοντεβιδέο και όχι σε κάποιο πανεπιστήμιο. «Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τη Σεχραζάτ, δεν έμαθα την τέχνη της αφήγησης στο ανάκτορο της Βαγδάτης, τα δικά μου πανεπιστήμια ήταν τα παλιά καφέ του Μοντεβιδέο», είχε πει το 2009 στη Μαδρίτη.
Το 1971 εξέδωσε το δίτομο έργο του «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», με θέμα τον οικονομικό στραγγαλισμό της Λατινικής Αμερικής από τους αποικιοκράτες την εποχή των ανακαλύψεων και τους Αμερικανούς στη σύγχρονη εποχή. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία κι έγινε το κλασικό έργο της αριστερής σκέψης των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80 και στη συνέχεια του λεγόμενου κινήματος της «αντιπαγκοσμιοποίησης». Το 2009 επανήλθε στο προσκήνιο, όταν κατά τη διάρκεια της συνόδου των Κρατών της Αμερικανικής Ηπείρου στο Πορτ οφ Σπέιν του Τρίνιδαδ και Τομπάγκο, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγο Τσάβες, το χάρισε στον αμερικανό ομόλογό του, Μπαράκ Ομπάμα.
Όμως, σε μία σπάνια έκφραση αυτοκριτικής, ο Γκαλεάνο είχε επικρίνει τις αδυναμίες του βιβλίου αυτού. «Δεν θα μπορούσα πλέον να το διαβάσω. Θα ήταν υπερβολικά βαρύ. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η πρόζα της παραδοσιακής αριστεράς είναι τρομακτικά πληκτική. Το σώμα μου δεν θα την άντεχε. Θα έπρεπε να το στείλω στο νοσοκομείο», είχε πει στους δημοσιογράφους σε συνέντευξη τύπου στην Μπραζίλια. «Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε όταν ήμουν 31 ετών και φιλοδοξούσε να είναι ένα έργο πολιτικής οικονομίας, αλλά δεν είχα την απαιτούμενη παιδεία. Δεν μετανιώνω που το έγραψα, αλλά για μένα είναι μία φάση και την έχω ξεπεράσει».
Από την υπόλοιπη εργογραφία του ξεχωρίζουν τα βιβλία «Ένας κόσμος ανάποδα» μία σειρά δοκιμίων για την εποχή της παγκοσμιοποίησης, «Τα Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» μία ιστορία του δημοφιλέστερου αθλήματος στον κόσμο, όπου μεταξύ άλλων επιτίθεται στους αριστερούς διανοούμενους που το απορρίπτουν για ιδεολογικούς λόγους, «Καθρέφτες: Μία σχεδόν παγκόσμια ιστορία» από τη σκοπιά των ηττημένων, των αφανών και των αδυνάμων, μέσα από 600 αφηγήματα - βινιέτες και η τριλογία «Μνήμη Φωτιάς», στο οποίο με όπλο την ιστορία και τη λογοτεχνία επιχειρείται να ανακτηθεί και να αποκατασταθεί η κατακερματισμένη μνήμη της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της αμερικανικής ηπείρου γενικότερα.
Τιμήθηκε δύο φορές (1975 και 1978) με το κουβανικό βραβείο «Casa de las Americas», ένα από το παλαιότερα λογοτεχνικά βραβεία, με το American Book Award του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον για την τριλογία του «Μνήμη της Φωτιάς», το διεθνές βραβείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Global Exchange (2006) και το σουηδικό βραβείο «Stig Dagerman» (2010). Νυμφεύθηκε τρεις φορές και απέκτησε ισάριθμα τέκνα από τις δύο πρώτες συζύγους του.
O Εντουάρντο Γκαλεάνο πέθανε στις 13 Απριλίου 2015, σε νοσοκομείο του Μοντεβιδέο, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.
με πληροφορίες από το sansimera.gr