Της Λίνας Γιανναρου
Στις 20 Ιουνίου του 2005, οι βοτανολόγοι Αρνε Στριντ και Κιτ Ταν από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης ανακάλυψαν στις απολήξεις του όρους Σάος, 300 μέτρα από το εκκλησάκι της Παναγίας της Κρεμιώτισσας, μια νέα Centaurea (Κενταύρια), ένα ποώδες φυτό της οικογένειας της μαργαρίτας. Καθότι ενδημική του νησιού, της έδωσαν το όνομα Centaurea samothracica.
Δεν ήταν μια τυχαία ανακάλυψη. Οι δύο επιστήμονες οργώνουν επί χρόνια τη χώρα μας, μαγεμένοι από τον πλούτο της χλωρίδας, τη σπάνια παλέτα φυτών και δένδρων, τα άπειρα βότανα, αποτυπώνοντας την εργασία τους σε εκδόσεις όπως τα «Αγριολούλουδα της Ελλάδας» και η «Ορεινή Χλωρίδα της Ελλάδας». Η έρευνα πεδίου στη Σαμοθράκη όμως
είχε κεντρίσει λίγο περισσότερο το ενδιαφέρον της Κιτ Ταν. Απόδειξη ότι, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε το νέο της βιβλίο «Η Χλωρίδα της Σαμοθράκης» από τις επιστημονικές εκδόσεις του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας (συνυπογράφεται από τον καθηγητή Burkhard Biel).
«Η βιοποικιλότητα της ελληνικής χλωρίδας είναι στα ενδιαφέροντά μου από το 1990, ενώ η έρευνα στη Σαμοθράκη έχει ξεκινήσει ήδη από το 1997», λέει στην εφημερίδα «Καθημερινή» η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Κιτ Ταν. «Η Σαμοθράκη είναι βοτανολογικά ενδιαφέρουσα καθώς έχει ένα ψηλό βουνό (σ.σ. στα 1.624 μέτρα, η κορυφή Φεγγάρι του όρους Σάος είναι η ψηλότερη στο Βόρειο Αιγαίο), το οποίο έχει αλπικά και υποαλπικά χαρακτηριστικά και μια σειρά σπάνιων ειδών. Και για τη μικρή σχετικά έκτασή της έχει εντυπωσιακά μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και βλάστησης: όχι λιγότερα από 1.441 ενδημικά και εγκλιματισμένα φυτά σε έκταση μόλις 178 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι στην Ελλάδα απαντώνται συνολικά 5.800 είδη φυτών. Η Σαμοθράκη είναι μια “καυτή” περιοχή για τη βιοποικιλότητα, μια περιοχή παγκόσμιας σημασίας. Κατά συνέπεια, ήταν επιτακτική η ανάγκη μιας επικαιροποιημένης απογραφής του χλωριδικού της πλούτου».
Το βιβλίο έρχεται να οχυρώσει τη βιοποικιλότητα του νησιού και από τους κινδύνους που την απειλούν. Οπως τονίζει η κ. Ταν, πολλά φυτά στην Ελλάδα είναι ευάλωτα, γεωγραφικά περιορισμένα, αρκετά μάλιστα σε ιδιαίτερα μικρές περιοχές. «Μια πολύπλοκη χλωρίδα, με διαρκείς εναλλαγές, υπό πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο, απαιτεί ορθολογική μελέτη. Χρειάζονται δεδομένα που θα στηρίξουν σοφές ενέργειες που θα περιορίσουν ή θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της ανθρώπινης παρέμβασης. Μόνο τα δεδομένα μπορούν να ενημερώσουν και να εξοπλίσουν τους αρμόδιους φορείς αλλά και να αποσπάσουν το ενδιαφέρον του κοινού, το υπόστρωμα κάθε προγράμματος που έχει στόχο τη μείωση της περιβαλλοντικής απειλής».
Από την ενδελεχή της μελέτη στη Σαμοθράκη, για παράδειγμα, προέκυψε η ανάγκη ραγδαίας μείωσης του αριθμού των αιγοπροβάτων που βόσκουν στο νησί. «Υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση αιγοπροβάτων που αποτρέπει την αναγέννηση των δασών. Η βόσκηση θα πρέπει να απαγορευτεί στις ορεινές περιοχές και στο δρυόδασος», σημειώνει. Σύμφωνα με την ίδια, θα πρέπει να απαγορευτεί η κυκλοφορία στους χωματόδρομους που ανεβαίνουν στις πλαγιές των βουνών, ενώ στους υγρότοπους της βόρειας ακτής δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η διέλευση οχημάτων ή δραστηριότητες όπως το κάμπινγκ. «Θα πρέπει επίσης να βρεθεί μια λύση για το πρόβλημα των απορριμμάτων και της καθαριότητας των παράκτιων περιοχών και των κοιλάδων των ποταμών και των ρεμάτων ιδίως γύρω από την Καμαριώτισσα και τα Θέρμα».
Οι συμβουλές της γύρω από τις ιδιαίτερες ανάγκες του νησιού θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους αρμόδιους. Η Κιτ Ταν έχει μελετήσει όσο λίγοι τη βιοποικιλότητα της χώρας μας («Η Χλωρίδα της Σαμοθράκης» είναι το 17ο βιβλίο της με ελληνικό θέμα). Πρόσφατα μάλιστα έγινε επίτιμη επιμελήτρια του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. «Οι ιδρυτές του Μουσείου, Αγγελος και Νίκη Γουλανδρή, έχουν τη βαθιά πεποίθηση ότι η προσπάθεια για διατήρηση της πλούσιας αλλά απειλούμενης χλωρίδας και πανίδας της Ελλάδας πρέπει να βασίζεται στη γνώση και την εκπαίδευση», καταλήγει.
Στις 20 Ιουνίου του 2005, οι βοτανολόγοι Αρνε Στριντ και Κιτ Ταν από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης ανακάλυψαν στις απολήξεις του όρους Σάος, 300 μέτρα από το εκκλησάκι της Παναγίας της Κρεμιώτισσας, μια νέα Centaurea (Κενταύρια), ένα ποώδες φυτό της οικογένειας της μαργαρίτας. Καθότι ενδημική του νησιού, της έδωσαν το όνομα Centaurea samothracica.
Δεν ήταν μια τυχαία ανακάλυψη. Οι δύο επιστήμονες οργώνουν επί χρόνια τη χώρα μας, μαγεμένοι από τον πλούτο της χλωρίδας, τη σπάνια παλέτα φυτών και δένδρων, τα άπειρα βότανα, αποτυπώνοντας την εργασία τους σε εκδόσεις όπως τα «Αγριολούλουδα της Ελλάδας» και η «Ορεινή Χλωρίδα της Ελλάδας». Η έρευνα πεδίου στη Σαμοθράκη όμως
είχε κεντρίσει λίγο περισσότερο το ενδιαφέρον της Κιτ Ταν. Απόδειξη ότι, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε το νέο της βιβλίο «Η Χλωρίδα της Σαμοθράκης» από τις επιστημονικές εκδόσεις του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας (συνυπογράφεται από τον καθηγητή Burkhard Biel).
«Η βιοποικιλότητα της ελληνικής χλωρίδας είναι στα ενδιαφέροντά μου από το 1990, ενώ η έρευνα στη Σαμοθράκη έχει ξεκινήσει ήδη από το 1997», λέει στην εφημερίδα «Καθημερινή» η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Κιτ Ταν. «Η Σαμοθράκη είναι βοτανολογικά ενδιαφέρουσα καθώς έχει ένα ψηλό βουνό (σ.σ. στα 1.624 μέτρα, η κορυφή Φεγγάρι του όρους Σάος είναι η ψηλότερη στο Βόρειο Αιγαίο), το οποίο έχει αλπικά και υποαλπικά χαρακτηριστικά και μια σειρά σπάνιων ειδών. Και για τη μικρή σχετικά έκτασή της έχει εντυπωσιακά μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και βλάστησης: όχι λιγότερα από 1.441 ενδημικά και εγκλιματισμένα φυτά σε έκταση μόλις 178 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι στην Ελλάδα απαντώνται συνολικά 5.800 είδη φυτών. Η Σαμοθράκη είναι μια “καυτή” περιοχή για τη βιοποικιλότητα, μια περιοχή παγκόσμιας σημασίας. Κατά συνέπεια, ήταν επιτακτική η ανάγκη μιας επικαιροποιημένης απογραφής του χλωριδικού της πλούτου».
Το βιβλίο έρχεται να οχυρώσει τη βιοποικιλότητα του νησιού και από τους κινδύνους που την απειλούν. Οπως τονίζει η κ. Ταν, πολλά φυτά στην Ελλάδα είναι ευάλωτα, γεωγραφικά περιορισμένα, αρκετά μάλιστα σε ιδιαίτερα μικρές περιοχές. «Μια πολύπλοκη χλωρίδα, με διαρκείς εναλλαγές, υπό πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο, απαιτεί ορθολογική μελέτη. Χρειάζονται δεδομένα που θα στηρίξουν σοφές ενέργειες που θα περιορίσουν ή θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της ανθρώπινης παρέμβασης. Μόνο τα δεδομένα μπορούν να ενημερώσουν και να εξοπλίσουν τους αρμόδιους φορείς αλλά και να αποσπάσουν το ενδιαφέρον του κοινού, το υπόστρωμα κάθε προγράμματος που έχει στόχο τη μείωση της περιβαλλοντικής απειλής».
Από την ενδελεχή της μελέτη στη Σαμοθράκη, για παράδειγμα, προέκυψε η ανάγκη ραγδαίας μείωσης του αριθμού των αιγοπροβάτων που βόσκουν στο νησί. «Υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση αιγοπροβάτων που αποτρέπει την αναγέννηση των δασών. Η βόσκηση θα πρέπει να απαγορευτεί στις ορεινές περιοχές και στο δρυόδασος», σημειώνει. Σύμφωνα με την ίδια, θα πρέπει να απαγορευτεί η κυκλοφορία στους χωματόδρομους που ανεβαίνουν στις πλαγιές των βουνών, ενώ στους υγρότοπους της βόρειας ακτής δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η διέλευση οχημάτων ή δραστηριότητες όπως το κάμπινγκ. «Θα πρέπει επίσης να βρεθεί μια λύση για το πρόβλημα των απορριμμάτων και της καθαριότητας των παράκτιων περιοχών και των κοιλάδων των ποταμών και των ρεμάτων ιδίως γύρω από την Καμαριώτισσα και τα Θέρμα».
Οι συμβουλές της γύρω από τις ιδιαίτερες ανάγκες του νησιού θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους αρμόδιους. Η Κιτ Ταν έχει μελετήσει όσο λίγοι τη βιοποικιλότητα της χώρας μας («Η Χλωρίδα της Σαμοθράκης» είναι το 17ο βιβλίο της με ελληνικό θέμα). Πρόσφατα μάλιστα έγινε επίτιμη επιμελήτρια του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. «Οι ιδρυτές του Μουσείου, Αγγελος και Νίκη Γουλανδρή, έχουν τη βαθιά πεποίθηση ότι η προσπάθεια για διατήρηση της πλούσιας αλλά απειλούμενης χλωρίδας και πανίδας της Ελλάδας πρέπει να βασίζεται στη γνώση και την εκπαίδευση», καταλήγει.