Η συζήτηση δεν ήταν επί προσωπικού, ωστόσο μιλούσα επί προσωπικού. Και μετά κατάλαβα πως ο τρόπος που εκφραζόμουν εμπεριείχε όλη την ουσία του καπιταλισμού: μιλούσα, γνωρίζοντας ότι δεν είχα τίποτα να χάσω, τίποτα να κερδίσω, καμία τιμωρία αλλά και καμία επιβράβευση. Αρα, μιλούσα ως «εξασφαλισμένη». Δεν σοκαρίστηκα. Ηταν ωστόσο ολοφάνερο στο μυαλό μου πως, αν είχα αφεθεί σε μια διεφθαρμένη στάση ζωής (πράγμα διόλου δύσκολο, καθώς ξεπερνά τα ταξικά χαρακτηριστικά), όλα τα παραπάνω θα είχαν λάβει μορφή δομικής αλλοτρίωσης.
Τότε το κατάλαβα. Κατάλαβα πώς είναι να είσαι 180 χρόνια κηφήνας, δίχως να έχεις εργαστεί ποτέ (ποτέ όμως!) με αφεντικό πάνω απ’ το κεφάλι σου, δίχως υποχρεώσεις για τις οποίες πρέπει να δώσεις λογαριασμό, δίχως ευθύνες για τις οποίες πρέπει να δώσεις λόγο, δίχως την επισφάλεια του να μην ξέρεις αν θα βγάλεις τον μήνα, αν θα μπορείς να χαμογελάσεις στα παιδιά σου, αν θα μπορείς να τους προσφέρεις όλα όσα εσύ δεν είχες.
Κατάλαβα πώς είναι να μην έχεις κανέναν απολύτως φόβο πως θα τιμωρηθείς για τα λάθη σου, θα κριθείς με ταυτόχρονη επιβολή «προστίμου» για την ανικανότητα και τον ναρκισσισμό σου, θα διαπομπευτείς δημόσια για τη διεφθαρμένη φύση σου.
Κατάλαβα πώς είναι να μην έχεις καμιά έγνοια, να νιώθεις ανώτερος όλων: από τα αρχαία του Παρθενώνα μάρμαρα, που δεν είναι παρά κάτι ακόμα πάνω στο οποίο εσύ θα πατήσεις, έως τη δολοφονία αθώων – εκατοντάδων αλλά και ενός που ίσως τον λέγαν και Αντώνη Καρυώτη. Ανώτερος του θανάτου και αφέντης του! Οχι, αυτό δεν είναι δύναμη. Δεν είναι εξουσία. Είναι θεϊκή ενσάρκωση! Και ναι. Αυτό ακριβώς (ακριβώς όμως!) νιώθει ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης. Που είναι έμπλεος πλήρους ανικανότητας για την οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης, συνειδητοποίηση του τι σημαίνει άνθρωπος. Και είναι ανίκανος για όλα τα παραπάνω, όχι επειδή δεν είναι ικανός. Αλλά επειδή είναι ασφαλής.
Ασφαλής, που σημαίνει εξασφαλισμένος! Χάρη στην δική σας ψήφο, που επί 180 χρόνια τώρα, ρε ζώα κι από αμοιβάδα χειρότερα (και ναι, έχω εξαντλήσει ακόμα και τη δημοσιογραφική μου ευγένεια), η οικογένεια Βαρβιτσιώτη (οι άντρες της οικογένειας δηλαδή) ήταν συνεχόμενα στην πολιτική, με κάθε κόστος (ως προς τους άλλους φυσικά): δεν πρόλαβε καλά καλά να ιδρυθεί το ελληνικό κράτος και από το 1844, ρε ανθρωπάκια του λασπόβουρκου, δεν υπάρχει Βαρβιτσιώτης που να μην έκανε καριέρα και να μην έβγαλε χρήμα στην πλάτη σας. Θες ως Λάκων; Θες ως δικηγόρος δωσίλογου πρωθυπουργού (που έχω και το επίθετό του, τρομάρα του!) που δημιούργησε τα Τάγματα Ασφαλείας επί Κατοχής; (Ξέρεις τι σημαίνει Τάγματα Ασφαλείας, ρε ηλίθιε ψηφοφόρε; Υπό τις απόλυτες διαταγές των Γερμανών κατακτητών ήταν ρε. Ακόμη και ο όρκος τους, προς τον Χίτλερ ήταν!). Θες ως δεξιός με θέσεις και υποθέσεις πάντα υψηλού χαρτοφυλακίου; Θες ως απλός κηφήνας, μα με εγκληματική στάση απέναντι όχι σε αξίες και αρχές, αλλά στο «αυτός ζει - αυτός πεθαίνει»;
Σε όλες αυτές τις θέσεις εσύ τον έβαλες, ρε βρομερέ σαπιόμαγκα. Για να μπορεί να βγαίνει ο Μίλτος Τζούνιορ, με τα 125 ακίνητα, και να λέει πως «όποιος δεν έχει να πληρώσει ΕΝΦΙΑ για το ακίνητό του, να το πουλήσει». Για να μπορεί να βγαίνει και να λέει, ρε ανάξιε κυρ Παντελάκο, πως «η άδεια εξαγωγής που δόθηκε στο Predator για το Σουδάν δεν έχει καμία σχέση με τον εμφύλιο» και να παραδέχεται το σκάνδαλο και να μην ανοίγει ρουθούνι! Πώς ν’ ανοίξει αφού χιλιάδες χέρια γελοίων ψηφοφόρων τον προστατεύουν, ρε βλάκα; Για να μπορεί να βγαίνει και να λέει σαν παραιτήθηκε απ’ το βουλευτιλίκι/ξεφτιλίκι: «Γεννήθηκα στην πολιτική»!... Σε ποια πολιτική «γεννήθηκες», ρε ξιπασμένε; Που από ξιπασμένων τα χέρια ζεις και από αυτά θα συνεχίσεις.
Το πώς γίνεται, το κατάλαβα. Το γιατί συνεχίζει, δεν θα το δεχτώ ποτέ.
Νόρα Ράλλη efsyn.gr