Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

Ο Ζ. Μαμντάνι και η ελληνική αριστερά

Η ελληνική Αριστερά έχει ενθουσιαστεί με τον Αμερικάνο (μεταναστευτικής καταγωγής) σοσιαλιστή, Ζ. Μαμντάνι, που όπως όλα δείχνουν, θα είναι ο επόμενος δήμαρχος της Νέας Υόρκης.
Όλες οι τάσεις τον φέρνουν ως πρότυπο για το πώς μπορεί η Αριστερά να ξανά-κερδίσει τις μάζες. Όλες υπονοούν ότι αν ακολουθήσουν το παράδειγμά του, θα γνωρίσουν ανάλογη επιτυχία – η κάθε μία για τον εαυτό της φυσικά.

Εν τω μεταξύ, όλες μα όλες κάνουν τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι έκανε και κάνει εκείνος.

Ο Μαμντάνι διεκδίκησε και κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών μέσα από (προκριματικές) εκλογές στις οποίες ψήφισαν πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι.

Δεν αυτοχρίστηκε αρχηγός, καλώντας τα πλήθη να ακολουθήσουν την πεφωτισμένη ηγεσία του, όπως κάνει κάθε κόμμα και γκρουπούσκουλο της ελληνικής Αριστεράς, λες και τους χρωστάει η ιστορία και ο λαός να τον κυβερνήσουν.

Ο Μαμντάνι εστιάζει σε τρία προβλήματα – όχι δέκα, όχι 53, αλλά τρία – που καίνε τους Νεοϋορκέζους (ενοίκια, δημόσιες συγκοινωνίες και παιδικοί σταθμοί).

Και προτείνει συγκεκριμένες λύσεις (πάγωμα ενοικίων, κατασκευή κοινωνικών κατοικιών, ήπια φορολόγηση των εκατομμυριούχων) οι οποίες εκτός από ρεαλιστικές, είναι και ταξικά μεροληπτικές.Η ελληνική Αριστερά προτάσσει πολυσέλιδες θεωρητικολογίες που δεν τις διαβάζει ούτε η ίδια και ακόμη πιο πολυσέλιδα προγράμματα που τυπικά τα περιλαμβάνουν όλα, χωρίς να ιεραρχούν τίποτα.

Και που στο δια ταύτα μετεωρίζονται ανάμεσα σe ευχολόγια και λίστες με αιτήματα για τον Άη Βασίλη.

Ο Μαμντάνι έχει οργώσει, κυριολεκτικά, τη Νέα Υόρκη, έχει μιλήσει προσωπικά με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και έχει κινητοποιήσει πάνω από πενήντα χιλιάδες εθελοντές που επισκέφτηκαν τα μισά σπίτια της πόλης.

Η ελληνική Αριστερά αγκομαχά να βγει από τα γραφεία της και τις σπάνιες φορές που ξεμυτίζει παθαίνει αγοραφοβία, μόλις βρεθεί σε «μη ασφαλές» περιβάλλον, δηλαδή ανάμεσα σε ανθρώπους που διαφωνούν μαζί της.

Ενώ δεν μπορεί να κινητοποιήσει ούτε τα μέλη της, πόσο μάλλον να εμπνεύσει εθελοντές.

Είναι, όμως, καλή στο να στήνει Ινστιτούτα – περισσότερα από όσα μπορεί και η ίδια να καταναλώσει.

Ο Μαμντάνι επιμένει ευλαβικά σε αυτά που ενώνουν τη μεγάλη πλειονότητα των Νεοϋουρκέζων, όχι σε εκείνα που τους ξε-χωρίζουν (φυλή, θρησκεία, φύλο, σεξουαλική προτίμηση).

Και αποφεύγει έντεχνα να πέσει στην παγίδα των ταυτοτικών ανταγωνισμών στην οποία τον σπρώχνουν οι αντίπαλοί του.

Η ελληνική Αριστερά ζει μακάρια στον ναρκισσισμό των μικρών διαφορών, διασπάται και ξανά-διασπάται για ψύλλου πήδημα.

Σε μια ατελείωτη επίδειξη αρετής που την ονομάζει «ηθικό πλεονέκτημα», επιδεικνύει ως παράσημο, όχι εκείνα που την ενώνουν, άλλα όσα (θεωρητικά) τη χωρίζουν από τον κόσμο. Τα οποία συνεχώς πολλαπλασιάζονται.

Ο Μαμντάνι παραμένει αυστηρά προσηλωμένος στο μήνυμά του, μετατοπίζει διαρκώς τη συζήτηση στο πρόγραμμά του και υπενθυμίζει ασταμάτητα την αλλαγή που θέλει και μπορεί να φέρει μαζί με τους πολίτες.

Η ελληνική Αριστερά πάσχει από διάσπαση προσοχής, πηδά από το ένα θέμα στο άλλο, ανάλογα με το τρεντ της ημέρας στα social media. Δεν παράγει πολιτική, δεν εμπνέει ελπίδα – απλώς σχολιάζει και… γκρινιάζει.

Ο Μαμντάνι παίζει στα δάχτυλα τα νέα μέσα, πειραματίστηκε με νέους τρόπους επικοινωνίας και μετέτρεψε τον αποκλεισμό του από τα μεγάλα ΜΜΕ σε πλεονέκτημα που ενισχύει την αυθνετικότητα του μηνύματός του.

Η ελληνική αριστερά κλαίγεται γιατί δεν την παίζουν τα κανάλια και οι εφημερίδες των ολιγαρχών.

Η δε σχέση της με τα νέα μέσα είναι αυτή της γιαγιάς που μόλις ανακάλυψε το Facebook και στέλνει ψηφιακά λουλούδια στους συμμαθητές της από το Δημοτικό.

Η ελληνική αριστερά θαυμάζει τον Μαμντάνι, ζηλεύει την επιτυχία του, για αυτό και θα τον αναλύσει μέχρι εξαντλήσεως, θα οργανώσει δεκάδες εκδηλώσεις, θα γράψει εκατοντάδες άρθρα και αλλά τόσο πέιπερς, για να αποκωδικοποιήσει το «μυστικό» του.

Αλλά δεν πρόκειται να διδαχτεί απολύτως τίποτα από το παράδειγμά του. Όχι γιατί δεν θέλει. Όχι γιατί δεν μπορεί. Αλλά γιατί βαριέται.

Γιατί θυμίζει τον γέρο του Καβάφη, ο οποίος:

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Δημήτρης Τσίρκας