Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Έρευνα ΕΛΣΤΑΤ: Δραματική αύξηση της φτώχειας μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο

«Έκρηξη» του αριθμού των πολιτών της χώρας που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας, καθώς και «εκτίναξη» του ποσοστού της ανεργίας, καταγράφεται μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο.
Σύμφωνα με την έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τις «Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα», το ποσοστό των πολιτών που αντιμετωπίζει συνθήκες φτώχειας αυξήθηκε από το 16,3% το 2010 (έτος ένταξης στο Μνημόνιο) στο 22,9% του πληθυσμού το 2011. Παράλληλα, η εν λόγω έρευνα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το «εκρηκτικό μείγμα» που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φτώχεια και την ανεργία.
Καθώς, το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε από το 7,6% το 2008 (πριν από την κρίση) στο 9,5% το 2009, για να «εκτιναχθεί» στο 12,5% το 2010 και στο 17,7% το 2011 (το Σεπτέμβριο 2012 ανήλθε σε 26%).
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πλέον ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι για την εκτιμώμενη πορεία της φτώχειας από το 2011 και μετά, έχουν προσμετρηθεί και οι «κοινωνικές μεταβιβάσεις», όπως είναι τα οικογενειακά επιδόματα, τα επιδόματα και βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας και ανικανότητας, το ΕΚΑΣ, οι ενισχύσεις σε νοικοκυριά μόνιμων κατοίκων ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Χωρίς αυτό το «δίχτυ ασφαλείας», τα ποσοστά της φτώχειας ενδέχεται εφέτος να υπερβούν κάθε προηγούμενο.
Όσον αφορά στις υλικές στερήσεις (καταγράφονται οι πολίτες, που, μεταξύ άλλων, αδυνατούν να ανταποκριθούν στην πληρωμή ενοικίων, πάγιων λογαριασμών [ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αερίου κ.λπ.], καθώς και στην πληρωμή δόσεων δανείου κατοικίας ή πιστωτικών καρτών, ενώ στερούνται, κατά περίπτωση, πρόσβαση σε σειρά άλλων αγαθών και υπηρεσιών), το ποσοστό ανήλθε στο 28,4% το 2011 από 24,1% το 2010. Ο κίνδυνος της φτώχειας είναι εντονότερος στις γυναίκες, καθώς ο σχετικός δείκτης ανήλθε από το 16,8% το 2010 στο 23,5% του συνολικού πληθυσμού γυναικών το 2011. Ενώ, στις οικογένειες με έναν ενήλικα και εξαρτώμενα παιδιά, το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από το 33,4% το 2010 στο 43,2% του συνόλου το 2011.