Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Κι αν επιμείνουν;

του Δημήτρη Κουκλουμπέρη

Μια εβδομάδα πυκνή σε γεγονότα και εξελίξεις ήταν αυτή που αφήνουμε πίσω μας. Γεγονότα με επίκεντρο την οικονομία αλλά και κορυφαίου θεσμικού πολιτικού ενδιαφέροντος, όπως η ορκωμοσία και η επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, υπό συνθήκες δυνατής βροχόπτωσης.
Στο ξεκίνημα λοιπόν της εβδομάδας, πραγματοποιήθηκε το Eurogroup, το οποίο έκανε κατ’ αρχήν αποδεκτές τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις της ελληνικής κυβέρνησης, στη συνέχεια άρχισαν οι πρώτες διαβουλεύσεις με τα τεχνικά κλιμάκια για την εξειδίκευση των συγκεκριμένων προτάσεων, ενώ παράλληλα ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών συνέχισαν το γύρο των επαφών τους με κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων οι Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και Μάρτιν Σουλτς, με σκοπό τον «έντιμο συμβιβασμό» ανάμεσα στα δύο μέρη, όπως τον περιέγραψε από τις Βρυξέλλες ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ενδεικτικές του κλίματος των ασφυκτικών πιέσεων και της δογματικής εμμονής μερίδας των συνομιλητών της χώρας μας, ήταν οι νέες βολές κατά του Γιάνη Βαρουφάκη -στα όρια της προσβολής- από το Βερολίνο, με κύριο εκφραστή τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Στην ατμόσφαιρα έντασης στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία, ρόλο φαίνεται ότι διαδραμάτισε, και σίγουρα ενόχλησε την καγκελαρία, η πρωτοβουλία κυβέρνησης-Βουλής να επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων. Μια υπόθεση εθνικής και ιστορικής σημασίας που οφείλει να ενώσει τα κόμματα και την κοινωνία, χρήζει ωστόσο εξαιρετικά προσεκτικών και μελετημένων ενεργειών.

Οι απόψεις επί του θέματος διίστανται, καθώς ορισμένοι το βλέπουν σαν ευκαιρία άσκησης πίεσης προς τη γερμανική πλευρά, ενώ από την άλλη δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι αποζημιώσεις και διαπραγμάτευση είναι δύο αντικείμενα ανεξάρτητα και αυτοτελή, που δεν πρέπει να συνδεθούν μεταξύ τους.

Σε κάθε περίπτωση, οι δανειστές μας δεν φαίνονται διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την τακτική του μαρτυρίου της σταγόνας. Πολύ περισσότερο, διότι η παρούσα κυβέρνηση εμφανίζεται ανθεκτική σε τετελεσμένα και τελεσίγραφα, απορρίπτοντας αρκετές αποτυχημένες συνταγές συνέχισης της λιτότητας.

Κι αν επιμείνουν; Αναρωτιούνται πολλοί. Τι θα γίνει; Να κάνουμε δημοψήφισμα; Ίσως ξανά εκλογές με τόσο νωπή και ισχυρή τη λαϊκή εντολή; Πριν βιαστούμε να δώσουμε απαντήσεις, ας σκεφτούμε ποιον συμφέρει η εκδοχή της ρήξης και ποιες θα ήταν οι συνέπειες…

Θα επικρατούσε παγκόσμια αναταραχή, ανυπολόγιστων διαστάσεων, φαινομενικά η χώρα μας θα πλήρωνε βαρύ τίμημα εξαιτίας της βίαιας αποβολής της από μια ισχυρή νομισματική ένωση (που τυπικά δεν προβλέπεται), όμως μήπως ο κλονισμός για την ίδια την ευρωζώνη και τον σκληρό πυρήνα της θα ήταν ηπιότερος;

Σίγουρα όχι και σίγουρα κάτι τέτοιο ουδείς μπορεί να το βεβαιώσει, ότι με άλλα λόγια όλα θα κυλούσαν ομαλά την επόμενη ημέρα… Εξάλλου, το γεγονός ότι η Γερμανία, παρά την ευρύτερα άκαμπτη στάση της, επαναλαμβάνει σταθερά ότι το ένα και μοναδικό σχέδιο στο οποίο προσβλέπει είναι η παραμονή και ισχυροποίηση της Ελλάδας στην ευρωζώνη, αν μη τι άλλο κάτι δείχνει… Ποιος άραγε θα τολμούσε να πάρει το ρίσκο ενός GRexit; Μάλλον κανείς, όσο φανατικός, όσο σκληροπυρηνικός κι αν είναι στις θέσεις του.

Και ας μην υποτιμάμε άλλη μια παράμετρο. Τη γεωπολιτική. Ζώντας σε ένα διεθνές περιβάλλον απόλυτης ρευστότητας, σε μια γειτονιά με ανοιχτές εστίες πολέμου, πιστεύει κάποιος ότι η κυρία Μέρκελ ή ο οποιοσδήποτε άλλος ηγέτης θα ωθούσαν σε ένα –όχι και τόσο αθώο- «ατύχημα»;

Εν κατακλείδι, η πλέον ενδεδειγμένη προοπτική δεν είναι άλλη από τη συμφωνία και υλοποίηση ενός προγράμματος (δεν έχει σημασία πώς θα ονομαστεί) αμοιβαία επωφελούς, που αφενός θα λαμβάνει υπόψη τη βαθιά ανθρωπιστική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας και αφετέρου θα κάνει πράξη την ανάγκη να «σπάσουν αυγά».

Να γίνουν, δηλαδή, γενναίες αλλαγές που θα συντρίψουν κατεστημένα και ολιγαρχίες, θα επανεκκινήσουν την οικονομία, θα διευκολύνουν τις καλώς νοούμενες επενδύσεις και θα βάλουν τις βάσεις της ανάκαμψης και της παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Όλα τα υπόλοιπα, απλώς δεν πρέπει να τα σκεφτόμαστε. Γιατί plan b δεν υπάρχει και δεν εξυπηρετεί κανέναν.

Από την Εφημερίδα των Συντακτών