Πολλά πήγαν στραβά το τελευταίο διάστημα, ενώ εκείνα που έρχονται φαίνεται ότι θα χειροτερέψουν την κατάσταση για τον Γάλλο πρόεδρο. Η πολιτική ευθύνη του ίδιου είναι αναπόδραστη, καθώς είχε τη δυνατότητα να κάνει πράγματι προοδευτικές τομές σε Γαλλία και ΕΕ. Δεν τα έχει καταφέρει όμως, αντίθετα κάθε μήνας που περνάει αποδομεί όλο και πιο απότομα το πολιτικό του προφίλ.
Στο τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ο Μακρόν
βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά προκλήσεων. Η πυκνότητα των επιθέσεων έχει
σοκάρει την γαλλική κοινωνία και έχει φέρει την πολιτική ηγεσία προ των ευθυνών
της. Τα μέτρα που λαμβάνονται είναι προβληματικά, με τον Γάλλο πρόεδρο να
βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής, ότι δαιμονοποιεί τους Μουσουλμάνους και
ότι δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία της ενσωμάτωσης του μουσουλμανικού στοιχείου
στην γαλλική κοινωνία και αγορά. Με μια εμπρηστική ρητορική ο Μακρόν αντί να
ηρεμήσει την κατάσταση και να λάβει παραγωγικά μέτρα, πυροδοτεί νέες εντάσεις
και ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Ενώ ο ίδιος παίζει το χαρτί της «κοσμικότητας» του γαλλικού κράτους, που κανείς – πλην των τρομοκρατών – δεν αμφισβητεί, συνεχίζει να καλλιεργεί στη γαλλική κοινή γνώμη αντι-μουσουλμανικά και ξενοφοβικά αισθήματα. Φαίνεται ότι προσπαθεί να υιοθετήσει στοιχεία από τη ρητορική και την πολιτική της Λεπέν, κυρίως στο πεδίο της μετανάστευσης, αναλογιζόμενος ότι μπορεί να «τραβήξει» ψηφοφόρους που παραδοσιακά στηρίζουν τη Λεπέν.
Άλλωστε στις προεδρικές εκλογές του 2017, η Λεπέν έπαιξε το αντιμεταναστευτικό χαρτί, κατά την προσφιλή τακτική της ακροδεξιάς σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ενισχύοντας τις δυνάμεις της και φτάνοντας για ακόμη μια φορά λίγο πριν τη νίκη στο δεύτερο γύρο. Η καμπάνια της Λεπέν έφερε το μουσουλμανικό ζήτημα στον πυρήνα της γαλλικής πολιτικής σκηνής και ατζέντας, το οποίο τώρα ο Μακρόν αξιοποιεί για να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το φόβο και την ανησυχία της κοινωνίας από τις τρομοκρατικές επιθέσεις.
Στο ζήτημα της πανδημίας, η Γαλλία είναι ένα από τα ευρωπαϊκά κράτη που αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό, δεύτερο κύμα. Το κύμα αυτό φαίνεται να χτυπά πολιτικά και τον Μακρόν, με τα ποσοστά δημοφιλίας του να κάνουν «βουτιά»: Το ποσοστό αποδοχής έχει συρρικνωθεί στο 28% πλέον, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των ηγετών των G20.
Mέρος του προβλήματος για τον Μακρόν είναι ότι με έναν
μαγικό τρόπο κατάφερε να κάνει τα πλεονεκτήματά του μειονεκτήματα. Αρεστός της
γαλλικής ελίτ, κατάφερε να εκλεγεί το 2017 εκμεταλλευόμενος το πολιτικό κενό
μεταξύ του παραπέοντος σοσιαλιστικού κόμματος και της δεξιάς, έπαιξε το χαρτί
του «αντισυστημικού» και κατάφερε να κερδίσει ψήφους από ένα μεγάλο μέρος του
εκλογικού φάσματος.
Ιδεολογικός χαμαιλέων, μιλούσε «αριστερά», αλλά έπραττε «δεξιά», προωθώντας μέχρι και σήμερα μια σκληρά νεοφιλελεύθερη ατζέντα, από τα εργασιακά μέχρι τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, χρησιμοποιώντας πολιτική «μαστιγίου και καρότου» με τα συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις. Δεν κατάφερε να κερδίσει το κέντρο και την κεντροαριστερά, το κόμμα του «αιμοραγγεί» εκλογικά, δεν έχει στελεχιακό βάθος, ενώ όσο χρησιμοποιεί και τη ρητορική της ακροδεξιάς και περνά αμφιλεγόμενα νομοθετήματα, όπως το πρόσφατο με την απαγόρευση της φωτογράφισης ή βιντεοσκόπησης αστυνομικών εν ώρα υπηρεσίας, τόσο χάνει στήριξη από την κεντροδεξιά και την καρπώνεται Λεπέν. Το κόμμα του, το LREM, έχει χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή και δεν μπορεί να αναπτύξει συνεργασίες ή να καλλιεργήσει δίαυλο επικοινωνίας με καμία άλλη κοινοβουλευτική ομάδα.
Στις δημοσκοπήσεις ο Μακρόν βρίσκεται στα ίσα με τη Λεπέν. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Λεπέν πολώνει πολύ περισσότερο την κοινωνία από ό,τι ο Μακρόν μέχρι τώρα, του δίνει ελπίδες πολιτικής επιβίωσης. Παρόλα αυτά, τίποτα δεν μπορεί να διασφαλίσει στον Μακρόν μια δεύτερη θητεία, ειδικά όσο συνεχίζει στο ίδιο μονοπάτι. Προσπαθεί να δείξει ότι είναι κεντρώος, όταν ούτε κεντρώος είναι, ούτε το κέντρο θα του δώσει μια νέα νίκη. Δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του αουτσάιντερ με καλές προθέσεις μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια στο τιμόνι της χώρας. Οι Γάλλοι φαίνεται ότι πλέον δεν «τσιμπάνε».
Του Δημήτρη Ραπίδη
Rosa.gr