Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τους Ποινικούς Κώδικες θα έχει καθοριστικές και κυρίως ουσιωδώς αρνητικές συνέπειες στο ήδη εξαιρετικά βεβαρημένο και δυσλειτουργικό σύστημα ποινικής και σωφρονιστικής μεταχείρισης στην Ελλάδα, επισημαίνει με υπόμνημά της η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ). Όπως τονίζει, το νομοσχέδιο ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.
Η ΕλΕΔΑ κατέθεσε στη Βουλή, έπειτα από πρόσκληση της αρμόδια Επιτροπής, Γραπτό Υπόμνημα για το σχέδιο νόμου για τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.Όπως μεταξύ άλλων επισημαίνει, οι αντιδράσεις, που εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της σχετικές διαβούλευσης, ήταν ιδιαίτερα έντονες και συχνά συνοδεύονταν από εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι αντιδράσεις αυτές απηχούν τις θέσεις του συνόλου σχεδόν της οικείας επιστημονικής κοινότητας αλλά και αυτές μεγάλου αριθμού δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, αυτές οι ηχηρές φωνές αγνοήθηκαν παντελώς. Καλούμαστε έτσι δυστυχώς να σχολιάσουμε ένα νομοθέτημα με πρόδηλες τεχνικές ανεπάρκειες και επισφαλή επιστημονικά ερείσματα, το οποίο επιπλέον στερείται επί της ουσίας νομιμοποίησης στα μάτια όσων καλούνται να το εφαρμόσουν.
Και τονίζει ότι το βασικότερο ίσως χαρακτηριστικό του υπό ψήφιση νομοθετήματος φαίνεται να είναι μια στρατηγικής σημασίας απόκλιση από τις θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου από τις οποίες παραδοσιακά εμφορείται, παρά τις όποιες ατέλειές του, το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης της χώρας μας: σωρεία επιστημονικών μελετών εγκρίτων ποινικολόγων, εγκληματολόγων και γενικώς νομικών της θεωρίας και της πράξης έχουν από καιρό τώρα αποδομήσει τις απόψεις που φαίνονται να αποτελούν τις πηγές έμπνευσης παρόντος ΣχΝ.
«Είναι δε κρίσιμο να επισημανθεί ότι η κριτική που ασκείται σε τέτοιες θέσεις για το Ποινικό Δίκαιο και την Ποινική Δικονομία ανάγονται εν τέλει στις συνέπειες που τέτοιες επιμέρους ρυθμίσεις έχουν για τα θεμελιώδη δικαιώματα όσο και τη συνοχή του κοινωνικού ιστού», αναφέρει.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επισημαίνει τη «ραγδαία κλιμακούμενης αυστηροποίησης της ποινικής και σωφρονιστικής μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στους ανηλίκους και τους μετεφήβους, μια μεταχείριση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου για τους ανηλίκους που προτάσσουν την αγωγή αντί της τιμωρίας και την αποφυγή μέτρων περιορισμού της ελευθερίας τους. Πρόκειται για μέτρα, που με το πρόσχημα της παρατηρούμενης αυξανόμενης βίας μεταξύ των ανηλίκων, απειλεί να διαρρήξει τις σχέσεις της οικογένειας, του σχολείου και του εν γένει κοινωνικού περιβάλλοντος».
Επίσης, σημειώνει ότι εξίσου χαρακτηριστικές είναι και οι διατάξεις που ανακόπτουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη βίαια και λειτουργούν απολύτως αποθαρρυντικά για πολίτες που έχουν περιορισμένη οικονομική δυνατότητα (αυξήσεις όλων των παραβόλων – μήνυσης, προσφυγής – θέσπιση παραβόλου αναβολής αλλά και αύξηση των δικαστικών εξόδων), ενώ άλλες διατάξεις επιβραβεύουν όσους μπορούν να καταβάλλουν το αντίτιμο της ποινικής απαξίας της πράξης που διέπραξαν (άρθρο 8 περί χρηματικών ποινών και αύξησης των ανώτατων ορίων τους και άρθρο 12 διπλασιασμός του κατώτατου ποσού μετατροπής της ποινής).
Και επισημαίνει ότι επιμέρους διατάξεις στοχεύουν ευθέως στην κοινή γνώμη και την ψευδεπίγραφη ικανοποίηση του δήθεν λαϊκού αισθήματος, όπως για παράδειγμα η περίπτωση της δήμευσης περιουσίας (περίπτωση εμπρησμού) με τρόπο που μάλλον συνεχίζουν να ξεπερνούν τα συνταγματικά όρια παρά την προσπάθεια εξορθολογισμού της επίμαχης διάταξης μετά τη διαβούλευση. Πρόκειται για άλλη μια διάταξη που επιχειρεί να ισοσκελίσει την καταφανή πλέον αδυναμία της Πολιτείας να παράσχει στους πολίτες το ελάχιστο αίσθημα ασφάλειας και αξιοπιστίας σε όλο και περισσότερους τομείς άσκησης δημόσιας εξουσίας με τον ακραίο τιμωρητισμό των πολιτών και την εξόφθαλμη απογύμνωση του πυρήνα των δικαιωμάτων.